Η καταγωγή της Οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους
ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Παρακολουθήσαμε τη διάλυση του καθεστώτος των γενών στα τρία μεγάλα ξεχωριστά παραδείγματα των Ελλήνων, των Ρωμαίων και των Γερμανών. Ας εξετάσουμε, τέλος, τους γενικούς οικονομικούς όρους που από την ανώτερη κιόλας βαθμίδα της βαρβαρότητας υποσκάψανε την οργάνωση της κοινωνίας κατά γένη και την εξάλειψαν ολότελα με την εμφάνιση του πολιτισμού. Εδώ, το Κεφάλαιο του Μαρξ θα μας είναι τόσο απαραίτητο όσο και το βιβλίο του Μόργκαν.
Το γένος, που εμφανίστηκε στη μέση βαθμίδα της άγριας κατάστασης και αναπτύχθηκε παραπέρα στην ανώτερη της βαθμίδα, φτάνει, όσο μας επιτρέπουν να το κρίνουμε οι πηγές μας, την εποχή της άνθησης του στην κατώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας. Μ' αυτή τη βαθμίδα εξέλιξης αρχίζουμε λοιπόν.
Εδώ, όπου πρέπει να μας χρησιμεύουν για παράδειγμα οι ερυθρόδερμοι της Αμερικής, βρίσκουμε το καθεστώς των γενών εντελώς διαμορφωμένο. Μια φυλή έχει διακλαδωθεί σε περισσότερα, συνήθως σε δύο γένη. Αυτά τα αρχικά γένη με την αύξηση του πληθυσμού χωρίζονται το καθένα σε περισσότερα γένη-παιδιά, που απέναντί τους το γένος-μητέρα εμφανίζεται σαν φρατρία. Η ίδια η φυλή χωρίζεται σε περισσότερες φυλές, και στην καθεμιά απ' αυτές ξαναβρίσκουμε τις περισσότερες φορές τα παλιά γένη. Μια ομοσπονδία περιλαμβάνει, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, τις συγγενικές φυλές. Αυτή η απλή οργάνωση ανταποκρίνεται πέρα για πέρα στις κοινωνικές συνθήκες, από τις οποίες ξεπήδησε. Δεν είναι παρά η δική τους, φυσική συγκρότηση και είναι σε θέση να λύνει όλες τις διαφορές που μπορούν να ξεπηδήσουν μέσα στην κοινωνία που είναι οργανωμένη μ' αυτό τον τρόπο. Τις διαφορές με τον έξω κόσμο τις λύνει ο πόλεμος, που μπορεί να τελειώσει με την εξόντωση της φυλής, ποτέ όμως με την υποδούλωση της.
Το μεγαλείο αλλά και ο περιορισμένος χαρακτήρας του καθεστώτος των γενών, είναι ότι δεν έχει χώρο για κυριαρχία και υποδούλωση. Στο εσωτερικό δεν γίνεται ακόμα διάκριση ανάμεσα στα δικαιώματα και στα καθήκοντα. Το πρόβλημα αν η συμμετοχή στις δημόσιες υποθέσεις, η αιματηρή εκδίκηση ή η εξιλέωση της είναι δικαίωμα ή καθήκον, δεν υπάρχει για τον Ινδιάνο. Θα του φαινόταν το ίδιο παράλογο όπως και το πρόβλημα αν είναι δικαίωμα ή καθήκον το φαγητό, ο ύπνος, το κυνήγι. Αλλο τόσο δεν μπορεί η φυλή και το γένος να είναι χωρισμένα σε διάφορες τάξεις. Κι αυτό μας οδηγεί στην έρευνα της οικονομικής βάσης αυτού του καθεστώτος.
Ο πληθυσμός είναι εξαιρετικά αραιός: πυκνώνει μονάχα στον τόπο διαμονής της φυλής, που γύρω του σε ευρύ κύκλο απλώνεται πρώτα η περιοχή του κυνηγιού, ύστερα το ουδέτερο προστατευτικό δάσος, που τον χωρίζει από τις άλλες φυλές. Ο καταμερισμός της εργασίας είναι καθαρά φυσικός. Υπάρχει μονάχα ανάμεσα στα δυο φύλα. Ο άντρας πολεμάει, πηγαίνει για κυνήγι και ψάρεμα, προμηθεύει την τροφή και τα απαραίτητα γι' αυτό εργαλεία. Η γυναίκα φροντίζει για το σπίτι, ετοιμάζει το φαγητό και φτιάχνει τα ρούχα, μαγειρεύει, υφαίνει, ράβει. Ο καθένας από τους δυο είναι αφέντης στον τομέα του: ο άντρας στο δάσος, η γυναίκα στο σπίτι. 0 καθένας είναι ιδιοκτήτης των εργαλείων που κατασκευάζει και που χρησιμοποιεί: ο άντρας των όπλων και των εργαλείων για το κυνήγι και το ψάρεμα, η γυναίκα των οικιακών σκευών. Το νοικοκυριό είναι κομμουνιστικό για κάμποσες, συχνά για πολλές οικογένειες.*
Ό,τι φτιάχνεται και χρησιμοποιείται από κοινού είναι κοινή ιδιοκτησία: το σπίτι, ο κήπος, η βάρκα. Εδώ λοιπόν, και μονάχα εδώ ακόμα, υπάρχει η «αποκτημένη με την εργασία ιδιοκτησία», που οι νομικοί και οι οικονομολόγοι την αποδίδουν στην πολιτισμένη κοινωνία, και που αποτελεί το τελευταίο απατηλό νομικό πρόσχημα, που πάνω του στηρίζεται ακόμα η σημερινή καπιταλιστική ιδιοκτησία.
Όμως οι άνθρωποι δεν έμειναν παντού σ' αυτή τη βαθμίδα. Στην Ασία βρήκαν ζώα που μπορούσαν να τα δαμάσουν και δαμασμένα να τα αναπαράγουν: την άγρια βουβάλα έπρεπε να την κυνηγήσουν, η δαμασμένη όμως έδινε κάθε χρόνο ένα μοσχάρι, κι εκτός απ' αυτό και γάλα. Μια σειρά από τις πιο προοδευμένες φυλές —Αριοί, Σημίτες, ίσως ακόμα και Τουρανοί— έκαναν κύριο κλάδο της δουλειάς τους πρώτα το δάμασμα των ζώων, και αργότερα μονάχα την αναπαραγωγή και την περιποίηση τους. Οι ποιμενικές φυλές ξεχώρισαν από την υπόλοιπη μάζα των βαρβάρων: είναι ο πρώτος μεγάλος καταμερισμός της εργασίας. Οι ποιμενικές φυλές δεν παράγανε μόνο περισσότερα, αλλά και διαφορετικά μέσα συντήρησης από τους υπόλοιπους βαρβάρους. Σε σύγκριση μ' αυτούς δεν είχαν μόνο μεγαλύτερες ποσότητες σε γάλα, γαλακτοκομικά προϊόντα και κρέας, αλλά και περισσότερα τομάρια, μαλλί, κατσικότριχες, κλωστικά και υφαντουργικά προϊόντα, που αυξάνονταν όσο αυξανόταν η ποσότητα των πρώτων υλών. Έτσι, για πρώτη φορά έγινε δυνατή η κανονική ανταλλαγή προϊόντων.
Σε προηγούμενες βαθμίδες μπορούσαν να γίνονται μόνο ευκαιριακές ανταλλαγές. Μια ιδιαίτερη επιδεξιότητα στην κατασκευή όπλων και εργαλείων μπορεί να οδηγήσει σε παροδικό καταμερισμό της εργασίας. Έτσι βρέθηκαν σε πολλά μέρη αναμφισβήτητα υπολείμματα εργαστηρίων για πέτρινα εργαλεία από την ύστερη λίθινη εποχή. Οι τεχνίτες, που διαμόρφωναν εδώ την τέχνη τους, είναι πιθανό ότι δούλευαν για λογαριασμό του συνόλου, όπως κάνουν ακόμα οι μόνιμοι χειροτέχνες στις ινδικές κοινότητες γενών. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε σ' αυτή τη βαθμίδα να αναπτυχθεί άλλη ανταλλαγή εκτός από την ανταλλαγή μέσα στα πλαίσια της φυλής, κι αυτή όμως ήταν ένα εξαιρετικό γεγονός. Εδώ, απεναντίας, ύστερα από το ξεχώρισμα των ποιμενικών φυλών, βρίσκουμε έτοιμους όλους τους όρους για την ανταλλαγή ανάμεσα στα μέλη των διαφόρων φυλών, για τη διαμόρφωση και εδραίωση της ανταλλαγής σαν κανονικού θεσμού.
Αρχικά, αντάλλασσε φυλή με φυλή μέσω τών αρχηγών των γενών. Όταν όμως τα κοπάδια άρχισαν να περνάνε σε ατομική ιδιοκτησία, επικράτησε όλο και περισσότερο η ανταλλαγή ανάμεσα σε άτομα, ώσπου τελικά έγινε η μοναδική μορφή. Το κύριο όμως είδος που έδιναν για αντάλλαγμα οι ποιμενικές φυλές στους γείτονες τους ήταν τα ζώα. Τα ζώα έγιναν το εμπόρευμα με βάση το οποίο εκτιμούσαν όλα τα άλλα εμπορεύματα και που παντού τα έπαιρναν ευχαρίστως σε αντάλλαγμα για τα άλλα είδη — κοντολογίς, τα ζώα απέκτησαν τη λειτουργία του χρήματος και εκτελούσαν χρέη χρήματος σ' αυτήν κιόλας τη βαθμίδα. Με τέτοια αναγκαιότητα και ταχύτητα εξελίχθηκε, από τις πρώτες αρχές κιόλας της εμπορευματικής ανταλλαγής, η ανάγκη για εμπόρευμα-χρήμα.
Η κηπουρική, που ίσως να ήταν άγνωστη στους ασιάτες βαρβάρους της κατώτερης βαθμίδας, παρουσιάστηκε σ' αυτούς το αργότερο στη μέση βαθμίδα, σαν πρόδρομος της γεωργίας. Το κλίμα του τουρανικού οροπεδίου δεν επιτρέπει ποιμενική ζωή χωρίς προμήθειες ζωοτροφής για το μακρύ και βαρύ χειμώνα. Η καλλιέργεια λιβαδιών και η καλλιέργεια σιτηρών ήταν λοιπόν εδώ απαραίτητα. Το ίδιο ισχύει για τις στέπες στα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας. Αν όμως η παραγωγή σιτηρών άρχισε για τα ζώα, σύντομα τα σιτηρά έγιναν τροφή και για τους ανθρώπους. Η καλλιεργημένη γη έμενε ακόμα ιδιοκτησία της φυλής και μεταβιβαζόταν για χρήση αρχικά στο γένος, αργότερα από το γένος στις οικιακές συντροφιές και τέλος στα άτομα. Τα άτομα αυτά μπορούσαν να είχαν ορισμένα δικαιώματα κατοχής πάνω της, αλλά τίποτα παραπάνω.
Από τις βιομηχανικές κατακτήσεις αυτής της βαθμίδας δύο είναι ιδιαίτερα σπουδαίες. Η πρώτη είναι ο αργαλειός, η δεύτερη το λιώσιμο των μεταλλευμάτων και η επεξεργασία των μετάλλων. Ο χαλκός, ο κασσίτερος και το κράμα τους, ο μπρούντζος, ήταν τα σπουδαιότερα. Ο μπρούντζος προμήθευε χρήσιμα εργαλεία και όπλα, δεν μπορούσε όμως να παραμερίσει τα πέτρινα εργαλεία. Αυτό μπορούσε να το κάνει μόνο το σίδερο, το σίδερο όμως δεν ήξεραν ακόμα να το παράγουν. Αρχισαν να χρησιμοποιούν για κοσμήματα και στολίδια το χρυσό και τον άργυρο που πρέπει να είχαν κιόλας μεγάλη αξία σε σχέση με το χαλκό και τον μπρούντζο.
Η αύξηση της παραγωγής σ' όλους τους κλάδους —κτηνοτροφία, γεωργία, οικιακή χειροτεχνία— έδωσε την ικανότητα στην ανθρώπινη εργατική δύναμη να παράγει περισσότερα προϊόντα απ' ό,τι χρειαζόταν για τη συντήρηση της. Η αύξηση της παραγωγής μεγάλωσε ταυτόχρονα την καθημερινή ποσότητα εργασίας, που αναλογούσε στο κάθε μέλος του γένους, της οικιακής συντροφιάς ή της ατομικής οικογένειας. Έγινε επιθυμητή η προσέλκυση νέων εργατικών δυνάμεων. Τις πρόσφερε ο πόλεμος: οι αιχμάλωτοι πολέμου μετατράπηκαν σε δούλους. Ο πρώτος μεγάλος κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, μαζί με την αύξηση της παραγωγικότητας της δουλειάς, δηλαδή του πλούτου, και με τη διεύρυνση του παραγωγικού πεδίου, είχε σαν αναγκαία συνέπεια, κάτω από τις δοσμένες συνολικές ιστορικές συνθήκες, τη δουλεία. Από τον πρώτο μεγάλο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας ξεπήδησε η πρώτη μεγάλη διάσπαση της κοινωνίας σε δύο τάξεις: σε κυρίους και δούλους, σε αυτούς που ασκούσαν εκμετάλλευση και αυτούς που τη δέχονταν.
Δεν ξέρουμε μέχρι τώρα τίποτα για το πώς και πότε πέρασαν τα κοπάδια από την κοινή ιδιοκτησία της φυλής ή του γένους στην ιδιοκτησία των ξεχωριστών αρχηγών των οικογενειών. Πρέπει όμως βασικά να έγινε σ' αυτή τη βαθμίδα. Με τα κοπάδια και τα υπόλοιπα νέα πλούτη έγινε μια επανάσταση στην οικογένεια. Ο βιοπορισμός ήταν πάντα υπόθεση του άντρα, τα μέσα για το βιοπορισμό παράγονταν από τον ίδιο και ήταν ιδιοκτησία του. Τα κοπάδια ήταν τα καινούργια μέσα βιοπορισμού, δουλειά του ήταν πρώτα να τα δαμάζει και κατόπιν να τα περιποιείται. Γι' αυτό, στον άντρα ανήκανε τα ζώα, σ' αυτόν και τα εμπορεύματα και οι δούλοι που έπαιρνε σαν αντάλλαγμα για τα ζώα. Όλο το περίσσευμα που έδινε τώρα ο βιοπορισμός έπεφτε στον άντρα. Η γυναίκα έπαιρνε μέρος στην κατανάλωση του, δεν είχε όμως μερίδιο στην ιδιοκτησία. Ο «άγριος» πολεμιστής και κυνηγός ήταν ευχαριστημένος να έχει στο σπίτι τη δεύτερη θέση, ύστερα από τη γυναίκα.
Ο «ηπιότερος» βοσκός, κομπάζοντας για τα πλούτη του, προωθήθηκε στην πρώτη θέση και απώθησε τη γυναίκα στη δεύτερη. Και η γυναίκα δεν μπορούσε να παραπονεθεί. Ο καταμερισμός της εργασίας στην οικογένεια ρύθμισε τον καταμερισμό της ιδιοκτησίας ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα. Ο καταμερισμός είχε μείνει ο ίδιος, κι όμως αναποδογύριζε τώρα τις ως τότε οικιακές σχέσεις, μόνο και μόνο γιατί είχε αλλάξει ο καταμερισμός της εργασίας έξω από την οικογένεια. Η ίδια αιτία, που πρώτα εξασφάλιζε στη γυναίκα την κυριαρχία στο σπίτι, ο περιορισμός της στις δουλειές του σπιτιού, η ίδια αυτή αιτία εξασφάλιζε τώρα την κυριαρχία του άντρα στο σπίτι. Η σπιτική δουλειά της γυναίκας έχασε τώρα τη σημασία της σε σύγκριση με τη βιοποριστική δουλειά του άντρα. Η δεύτερη ήταν το παν, η πρώτη ένα ασήμαντο συμπλήρωμα της. Εδώ κιόλας φαίνεται ότι η απελευθέρωση της γυναίκας, η ισοτιμία της με τον άντρα είναι και παραμένει αδύνατη όσο καιρό η γυναίκα θα μένει αποκλεισμένη από την κοινωνική παραγωγική εργασία και θα είναι περιορισμένη στη σπιτική ιδιωτική δουλειά. Η απελευθέρωση της γυναίκας θα γίνει δυνατή μόλις μπορέσει να συμμετάσχει σε μεγάλη, κοινωνική κλίμακα στην παραγωγή, και οι δουλειές του σπιτιού θα την απασχολούν μονάχα σε ασήμαντο βαθμό. Κι αυτό έγινε δυνατό μονάχα με τη σύγχρονη μεγάλη βιομηχανία, η οποία όχι μόνο επιτρέπει την εργασία της γυναίκας σε μεγάλη κλίμακα, αλλά και την απαιτεί ρητά και η οποία τείνει όλο και περισσότερο να μετατρέψει την ιδιωτική σπιτική δουλειά σε δημόσια βιομηχανία.
Με την ουσιαστική κυριαρχία του άντρα στο σπίτι έπεσε και ο τελευταίος φραγμός για την απόλυτη κυριαρχία του. Αυτή η απόλυτη κυριαρχία επικυρώθηκε και διαιωνίστηκε με το γκρέμισμα του μητρικού δικαίου, με την εισαγωγή του πατρικού δικαίου, με τη βαθμιαία μετάβαση του ζευγαρωτού γάμου στη μονογαμία. Έτσι όμως προκλήθηκε ένα ρήγμα στο παλιό καθεστώς των γενών: η ατομική οικογένεια έγινε εξουσία και ορθώθηκε απειλητική μπροστά στο γένος.
Το επόμενο βήμα μας οδηγεί στην ανώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας, στην περίοδο όπου όλοι οι πολιτισμένοι λαοί περνάνε την ηρωική τους εποχή: την εποχή του σιδερένιου σπαθιού, αλλά και του σιδερένιου αλετριού και του σιδερένιου τσεκουριού. Το σίδερο μπήκε στην υπηρεσία του ανθρώπου. Ήταν η τελευταία και σπουδαιότερη από όλες τις πρώτες ύλες, που έπαιξαν επαναστατικό ρόλο στην ιστορία, η τελευταία ως την εμφάνιση της πατάτας. Το σίδερο δημιούργησε τη γεωργία σε μεγαλύτερες εκτάσεις, επέτρεψε το ξεχέρσωμα μεγάλων δασικών περιοχών. Έδωσε στο χειροτέχνη τόσο σκληρά και κοφτερά εργαλεία που καμιά πέτρα και κανένα άλλο γνωστό μέταλλο δεν μπορούσε να τους αντισταθεί. Όλα ατά έγιναν σιγά-σιγά.
Το πρώτο σίδερο ήταν συχνά ακόμα πιο μαλακό κι από τον μπρούντζο. Έτσι το πέτρινο όπλο εξαφανιζόταν μόνο αργά-αργά.
Όχι μονάχα στο έπος Χίλντεμπραντ, αλλά επίσης και στη μάχη του Χάστινγκς**, το 1066, χρησιμοποιούνταν ακόμα πέτρινα τσεκούρια. Όμως η πρόοδος προχωρούσε τώρα ασταμάτητα, με λιγότερες διακοπές και γρηγορότερα. Η πόλη που με τα πέτρινα τείχη, τους πύργους και τις επάλξεις της περιέκλεινε σπίτια από πέτρα ή τούβλα, έγινε κεντρική έδρα της φυλής ή της ομοσπονδίας φυλών. Ήταν μια τεράστια πρόοδος στην οικοδομική τέχνη, μα και σημάδι μεγαλύτερου κινδύνου και ανάγκης για άμυνα. Ο πλούτος μεγάλωνε γρήγορα, αλλά σαν πλούτος ατόμων. Η υφαντουργία, η επεξεργασία των μετάλλων και τα άλλα επαγγέλματα που όλο και περισσότερο ξεχώριζαν, ανάπτυσσαν μια όλο και μεγαλύτερη ποικιλία και επιδεξιότητα της παραγωγής.
Η γεωργία, πλάι στα σιτηρά, τα όσπρια και τα φρούτα, έδινε τώρα επίσης λάδι και κρασί, που οι άνθρωποι είχαν μάθει την παρασκευή τους. Μια τόσο ποικίλη δράση δεν μπορούσε πια να την εξασκεί το ίδιο άτομο. Εμφανίστηκε ο δεύτερος μεγάλος καταμερισμός της εργασίας: η χειροτεχνία χωρίστηκε από τη γεωργία. Η αδιάκοπη αύξηση της παραγωγής, και μαζί μ' αυτήν της παραγωγικότητας της δουλειάς, ανέβασε την αξία της ανθρώπινης εργατικής δύναμης. Η δουλεία, που στην προηγούμενη βαθμίδα μόλις γεννιόταν ακόμα και ήταν σποραδική, γίνεται τώρα ουσιαστικό συστατικό του κοινωνικού συστήματος. Οι δούλοι παύουν να είναι απλοί βοηθοί, τους στέλνουν κατά δεκάδες στη δουλειά, στους αγρούς και στα εργαστήρια. Με το χωρισμό της παραγωγής στους δυο κυρίους μεγάλους κλάδους, τη γεωργία και τη χειροτεχνία, γεννιέται η παραγωγή άμεσα για την ανταλλαγή, η εμπορευματική παραγωγή. Μαζί της γεννιέται και το εμπόριο, όχι μονάχα στο εσωτερικό και στα σύνορα της φυλής, αλλά και πέρα από τις θάλασσες. Όλα αυτά όμως ήταν ακόμα πολύ υπανάπτυκτα. Τα πολύτιμα μέταλλα αρχίζουν να επικρατούν και να γίνονται γενικό εμπόρευμα-χρήμα, ήταν όμως ακόμα άκοπα και ανταλλάσσονταν απλά σύμφωνα με το βάρος τους.
Η διαφορά ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς εμφανίζεται πλάι στη διαφορά ανάμεσα σε ελεύθερους και δούλους — με το νέο καταμερισμό της εργασίας εμφανίζεται μια νέα διάσπαση της κοινωνίας σε τάξεις. Οι περιουσιακές διαφορές των ξεχωριστών οικογενειαρχών τινάζουν στον αέρα την παλιά κομμουνιστική οικιακή κοινότητα παντού όπου είχε ως τότε διατηρηθεί. Μαζί μ' αυτή και την κοινή καλλιέργεια της γης για λογαριασμό αυτής της κοινότητας. Η καλλιεργήσιμη γη μεταβιβάζεται για χρήση στις ξεχωριστές οικογένειες πρώτα για ορισμένο χρονικό διάστημα, αργότερα μια για πάντα. Η μετάβαση στην πλήρη ατομική ιδιοκτησία συντελείται σιγά-σιγά και παράλληλα με τη μετάβαση του ζευγαρωτού γάμου στη μονογαμία. Η ατομική οικογένεια αρχίζει να γίνεται η οικονομική μονάδα στην κοινωνία.
Ο πυκνότερος πληθυσμός επιβάλλει στενότερη συσπείρωση προς τα μέσα και προς τα έξω. Παντού γίνεται αναγκαία η ομοσπονδία των συγγενικών φυλών και γρήγορα γίνεται αναγκαία και η συγχώνευση τους, καθώς επίσης και η συγχώνευση των χωριστών περιοχών των φυλών σε μια συνολική περιοχή του λαού. Ο στρατιωτικός αρχηγός του λαού -rex, βασιλιάς, thiudans- γίνεται απαραίτητος, μόνιμος αξιωματούχος. Εμφανίζεται η λαϊκή συνέλευση εκεί όπου δεν υπήρχε ήδη. Ο στρατιωτικός αρχηγός, το συμβούλιο, η λαϊκή συνέλευση αποτελούν τα όργανα της κοινωνίας των γενών που εξελίχθηκε παραπέρα σε στρατιωτική δημοκρατία. Στρατιωτική — γιατί ο πόλεμος και η οργάνωση για τον πόλεμο έγιναν τώρα κανονικές λειτουργίες της λαϊκής ζωής. Τα πλούτη των γειτόνων ερεθίζουν την απληστία των λαών, που η απόκτηση αγαθών τους φαίνεται κιόλας σαν ένας από τους πρώτους σκοπούς της ζωής.
Είναι βάρβαροι: Θεωρούν τη ληστεία ευκολότερη και ακόμα και τιμητικότερη από τη δημιουργική εργασία. Ο πόλεμος, που πρώτα γινόταν μονάχα για να πάρουν εκδίκηση για υπερβάσεις ή για επέκταση του εδάφους που δεν τους έφτανε, γίνεται τώρα μόνο και μόνο για να ληστεύουν, γίνεται μόνιμος κλάδος βιοπορισμού. Δεν υψώνονται χωρίς λόγο τα απειλητικά τείχη γύρω από τις καινούργιες οχυρωμένες πόλεις: στις τάφρους τους χάσκει ο τάφος του συστήματος των γενών, και οι πύργοι τους στηρίζονται κιόλας στον πολιτισμό. Το ίδιο γίνεται και στο εσωτερικό της κοινωνίας. Οι ληστρικοί πόλεμοι μεγαλώνουν την εξουσία του ανώτατου στρατιωτικού αρχηγού, καθώς και των υπαρχηγών. Η συνήθεια να εκλέγονται οι διάδοχοι από τις ίδιες οικογένειες, ιδίως από τον καιρό της εισαγωγής του πατρικού δικαίου, περνάει βαθμιαία σε μια κληρονομικότητα που πρώτα την ανέχονται, ύστερα τη διεκδικούν και τέλος τη σφετερίζονται.
Έχουν μπει πια τα θεμέλια της κληρονομικής βασιλείας και της κληρονομικής αριστοκρατίας. Έτσι, τα όργανα του καθεστώτος των γενών σιγά-σιγά αποσπώνται από τη ρίζα τους μέσα στο λαό, το γένος, τη φρατρία, τη φυλή, και ολόκληρο το σύστημα των γενών μετατρέπεται στο αντίθετο του: από οργάνωση φυλών για την ελεύθερη ρύθμιση των υποθέσεων τους, γίνεται οργάνωση για τη λεηλασία και την καταπίεση των γειτόνων, και αντίστοιχα τα όργανα του από όργανα της λαϊκής θέλησης γίνονται αυτοτελή όργανα κυριαρχίας και καταπίεσης του ίδιου του λαού τους. Αυτό όμως ποτέ δεν θα ήταν δυνατό να γίνει, αν η δίψα για πλούτη δεν είχε διασπάσει τα μέλη του γένους σε πλούσιους και φτωχούς, αν «οι περιουσιακές διαφορές μέσα στο ίδιο το γένος δεν είχαν μετατρέψει την ενότητα των συμφερόντων σε ανταγωνισμό ανάμεσα στα μέλη του γένους» (Μαρξ), και αν η επέκταση της δουλείας δεν είχε κιόλας αρχίσει να παρουσιάζει την απόκτηση των μέσων συντήρησης με την εργασία σαν πράξη άξια μόνο για δούλους, σαν πράξη πιο επαίσχυντη κι από τη ληστεία.
Έτσι φτάσαμε στο κατώφλι του πολιτισμού. Ο πολιτισμός αρχίζει με μια νέα πρόοδο στον καταμερισμό της εργασίας. Στην κατώτερη βαθμίδα οι άνθρωποι παρήγαγαν μόνο για τις άμεσες ανάγκες τους. Οι πράξεις ανταλλαγής που γίνονταν πού και πού ήταν μεμονωμένες και αφορούσαν μονάχα το πλεόνασμα που τυχαία παρουσιαζόταν. Στη μεσαία βαθμίδα της βαρβαρότητας βρίσκουμε στους ποιμενικούς λαούς να έχουν με τα ζώα τους ήδη μια περιουσία, που ύστερα από ένα ορισμένο μέγεθος του κοπαδιού μπορεί να δίνει κανονικά πλεόνασμα πέρα από τις ανάγκες τους. Βρίσκουμε ταυτόχρονα έναν καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα σε ποιμενικούς λαούς και σε καθυστερημένες φυλές που δεν έχουν κοπάδια, δυο λοιπόν διαφορετικές βαθμίδες της παραγωγής, τη μια πλάι στην άλλη, και έτσι τους όρους για μια κανονική ανταλλαγή.
Η ανώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας μας δίνει τον παραπέρα καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα στη γεωργία και τη χειροτεχνία, και επομένως μια διαρκώς αυξανόμενη παραγωγή προϊόντων εργασίας που προορίζονται άμεσα για την ανταλλαγή, πράγμα που κάνει την ανταλλαγή ανάμεσα σε ατομικούς παραγωγούς ζωτική ανάγκη της κοινωνίας. Ο πολιτισμός εδραιώνει και αυξάνει όλους αυτούς τους καταμερισμούς της εργασίας που βρήκε, ιδίως με την όξυνση της αντίθεσης ανάμεσα στην πόλη και το χωριό (όπου η πόλη εξουσιάζει οικονομικά την ύπαιθρο, όπως στην αρχαιότητα, ή ακόμα η ύπαιθρος την πόλη, όπως στο μεσαίωνα), και προσθέτει σ' αυτούς έναν τρίτο καταμερισμό της εργασίας, που η σημασία του είναι αποφασιστική και τον χαρακτηρίζει: Δημιουργεί μια τάξη, που δεν ασχολείται πια με την παραγωγή, αλλά μόνο με την ανταλλαγή των προϊόντων — τους εμπόρους. Όλες οι ως τότε τάσεις για τη διαμόρφωση τάξεων σχετίζονται ακόμα αποκλειστικά με την παραγωγή. Χώριζαν τους ανθρώπους που συμμετείχαν στην παραγωγή σε διευθυντές και εκτελεστές ή ακόμα σε παραγωγούς μεγαλύτερης ή μικρότερης κλίμακας. Εδώ παρουσιάζεται για πρώτη φορά μια τάξη που, χωρίς να συμμετέχει με οποιονδήποτε τρόπο στην παραγωγή, παίρνει στα χέρια της σε γενικές γραμμές τη διεύθυνση της παραγωγής και υποτάσσει οικονομικά τους παραγωγούς.
Μια τάξη που κάνει τον εαυτό της αναπόφευκτο μεσάζοντα ανάμεσα σε κάθε δυο παραγωγούς και εκμεταλλεύεται και τους δυο. Με το πρόσχημα ότι γλιτώνει τους παραγωγούς από τον κόπο και τους κινδύνους της ανταλλαγής, ότι επεκτείνει την τοποθέτηση των προϊόντων τους σε απομακρυσμένες αγορές, ότι γίνεται έτσι η χρησιμότερη τάξη του πληθυσμού, διαμορφώνεται μια τάξη από παράσιτα, από γνήσιους κοινωνικούς χαραμοφάηδες, που σαν αμοιβή για πολύ ελάχιστες πραγματικές υπηρεσίες, ξαφρίζει την κρέμα τόσο από την ντόπια, όσο κι από την ξένη παραγωγή, αποκτά γρήγορα τεράστια πλούτη και ανάλογη κοινωνική επιρροή και ακριβώς γι' αυτό, στην περίοδο του πολιτισμού, κατακτά όλο και νέες τιμές, όλο και μεγαλύτερη εξουσία πάνω στην παραγωγή, ώσπου τέλος προωθεί κι αυτή ένα δικό της προϊόν — τις περιοδικές εμπορικές κρίσεις.
Πάντως, στη βαθμίδα εξέλιξης που εξετάζουμε, το νεαρό εμπορικό στρώμα ούτε φαντάζεται καν τα μεγάλα πράγματα που το περιμένουν. Ωστόσο σχηματίζεται και γίνεται απαραίτητο, κι αυτό φτάνει. Μαζί του όμως διαμορφώνεται και το μεταλλικό χρήμα, το κομμένο νόμισμα, και με το μεταλλικό χρήμα ένα νέο μέσο για την κυριαρχία του μη παραγωγού πάνω στον παραγωγό και την παραγωγή του. Είχε ανακαλυφθεί το εμπόρευμα των εμπορευμάτων, που κρύβει μέσα του όλα τα άλλα εμπορεύματα, το μαγικό μέσο που κατά βούληση μπορεί να μεταμορφώνεται σε κάθε αξιοζήλευτο και επιθυμητό πράγμα. Όποιος το είχε, εξουσίαζε τον κόσμο της παραγωγής, και ποιος το είχε πριν απ' όλους; Ο έμπορος. Στο χέρι του ήταν η λατρεία του χρήματος. Αυτός φρόντιζε να γίνει φανερό ότι όλα τα εμπορεύματα, και επομένως όλοι οι εμπορευματοπαραγωγοί, όφειλαν να πέφτουν στο έδαφος και να προσκυνούν το χρήμα. Αυτός απέδειξε στην πράξη πόσο όλες οι άλλες μορφές του πλούτου καταντάνε απλή λάμψη μπροστά σ' αυτή την ενσάρκωση του πλούτου σαν τέτοιου. Ποτέ ξανά η εξουσία του χρήματος δεν πρόβαλε με τόση πρωτόγονη ωμότητα και βιαιότητα όσο σ' αυτή της τη νεανική περίοδο. Ύστερα από την αγορά εμπορευμάτων με χρήμα ήρθε ο δανεισμός με χρήμα, μαζί του ο τόκος και ο τοκογλύφος.
Και καμιά νομοθεσία της κατοπινής εποχής δεν ρίχνει τον οφειλέτη τόσο ανελέητα και ανέλπιδα στα πόδια του τοκογλύφου πιστωτή όσο η αρχαία αθηναϊκή και αρχαία ρωμαϊκή νομοθεσία — και οι δυο ξεπήδησαν αυθόρμητα σαν εθιμικά δίκαια, χωρίς άλλον καταναγκασμό εκτός από τον οικονομικό.
Πλάι στον πλούτο σε εμπορεύματα και δούλους, πλάι στο χρηματικό πλούτο, παρουσιάστηκε τώρα και ο πλούτος σε γαιοκτησία. Το δικαίωμα να κατέχουν τα άτομα τους κλήρους γης που αρχικά τους είχε παραχωρήσει το γένος ή η φυλή, είχε τώρα εδραιωθεί τόσο, που οι κλήροι αυτοί τους ανήκαν σαν κληρονομική ιδιοκτησία. Αυτό που τον τελευταίο καιρό επιδίωξαν κυρίως ήταν να ελευθερωθούν από το δικαίωμα που είχε η κοινότητα του γένους στον κλήρο, δικαίωμα που τους δέσμευε. Απαλλάχτηκαν απ' τα δεσμά αυτά — αλλά πολύ γρήγορα απαλλάχτηκαν και από τη νέα γαιοκτησία. Η ολόπλευρη και ελεύθερη ιδιοκτησία πάνω στη γη δεν σήμαινε μονάχα τη δυνατότητα να κατέχεις ολοκληρωμένα και απεριόριστα τη γη, αλλά επίσης σήμαινε και τη δυνατότητα να την πουλάς. Όσο καιρό η γη ήταν ιδιοκτησία του γένους, δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα. Όταν όμως ο νέος γαιοκτήμονας αποτίναξε οριστικά τα δεσμά της υπεριδιοκτησίας του γένους και της φυλής, ξέσκισε και το δεσμό που ως τότε τον συνέδεε αδιάρρηκτα με τη γη. Τι σήμαινε αυτό, του το ξεκαθάρισε το χρήμα που εφευρέθηκε ταυτόχρονα με την ατομική ιδιοκτησία της γης. Η γη μπορούσε τώρα να γίνει εμπόρευμα, που το πουλάς και το υποθηκεύεις. Μόλις είχε εισαχθεί η γαιοκτησία, εφευρέθηκε κιόλας και η υποθήκη (βλέπε την Αθήνα). Όπως ο εταιρισμός και η πορνεία ακολουθούν κατά πόδι τη μονογαμία, έτσι από εδώ και μπρος η υποθήκη ακολουθεί κατά πόδι τη γαιοκτησία. Θέλατε να 'χετε την πλήρη, ελεύθερη, εκποιήσιμη γαιοκτησία, ε, λοιπόν, την έχετε. Tu l' as voulu, George Dandin!3*
Έτσι, με την επέκταση του εμπορίου, με το χρήμα και την τοκογλυφία, με τη γαιοκτησία και την υποθήκη, προχωρούσε γοργά η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση του πλούτου στα χέρια μιας ολιγάριθμης τάξης, και παράλληλα μεγάλωνε η φτώχεια των μαζών και πλήθαινε η μάζα των φτωχών. Η καινούργια αριστοκρατία του πλούτου, εφόσον δεν είχε από πριν κιόλας συμπέσει να είναι η παλιά αριστοκρατία της φυλής, απωθούσε τη δεύτερη οριστικά στο περιθώριο (στην Αθήνα, στη Ρώμη, στους Γερμανούς). Και παράλληλα μ' αυτόν το χωρισμό των ελεύθερων σε τάξεις ανάλογα με τον πλούτο που είχαν, σημειωνόταν ιδιαίτερα στην Ελλάδα μια τεράστια αύξηση του αριθμού των δούλων4*, που η αναγκαστική δουλειά τους αποτέλεσε τη βάση που πάνω της υψώθηκε το εποικοδόμημα όλης της κοινωνίας.
Ας δούμε τώρα τι έγινε το καθεστώς των γενών μέσα σ' αυτή την κοινωνική ανατροπή. Στεκόταν ανήμπορο μπροστά στα νέα στοιχεία που ξεπήδησαν χωρίς τη συμβολή του. Προϋπόθεση του ήταν τα μέλη ενός γένους, ή και μιας φυλής, να είναι μαζί εγκαταστημένα στην ίδια περιοχή, να κατοικούν αποκλειστικά σ' αυτή. Αυτό είχε σταματήσει από καιρό. Παντού τα γένη και οι φυλές είχαν ανακατωθεί, παντού κατοικούσαν δούλοι, επήλυδες, ξένοι ανάμεσα στους πολίτες. Η μόνιμη εγκατάσταση που είχε επιτευχθεί μόλις στα τέλη της μεσαίας βαθμίδας της βαρβαρότητας, παραβιαζόταν διαρκώς με τη μετακίνηση και την αλλαγή του τόπου κατοικίας που καθορίζονταν από το εμπόριο, την αλλαγή του βιοποριστικού επαγγέλματος και τις μεταβολές στην κυριότητα της γαιοκτησίας. Τα μέλη του γένους δεν μπορούσαν πια να συνέρχονται για να φροντίζουν για τις κοινές τους υποθέσεις. Μονάχα ασήμαντα πράγματα, όπως οι θρησκευτικές γιορτές, γίνονταν ακόμα όπως-όπως.
Πλάι στις ανάγκες και τα συμφέροντα που για τη φροντίδα τους ήταν αρμόδια και κατάλληλα τα γένη, με την ανατροπή των συνθηκών βιοπορισμού και την αλλαγή της κοινωνικής διάρθρωσης που επακολούθησε, γεννήθηκαν καινούργιες ανάγκες και νέα συμφέροντα, που όχι μόνο ήταν ξένα στο παλιό καθεστώς των γενών, αλλά και εναντιώνονταν με κάθε τρόπο σ' αυτό. Τα συμφέροντα των ομάδων των χειροτεχνών που δημιουργήθηκαν με τον καταμερισμό της εργασίας, οι ιδιαίτερες ανάγκες της πόλης σε αντίθεση με την ύπαιθρο, απαιτούσαν νέα όργανα. Η καθεμιά απ' αυτές τις ομάδες, όμως, αποτελείτο από ανθρώπους που ανήκαν στα πιο διαφορετικά γένη, φρατρίες και φυλές, περιέκλεινε, μάλιστα, ακόμα και ξένους. Τα όργανα αυτά έπρεπε λοιπόν να σχηματιστούν έξω από τη διάρθρωση των γενών, πλάι σ' αυτήν και επομένως ενάντια της. Και πάλι σε κάθε οργάνωση γένους εκδηλωνόταν αυτή η σύγκρουση των συμφερόντων, που έφτανε στο αποκορύφωμα της στη συνένωση των πλουσίων και των φτωχών, των τοκογλύφων και των οφειλετών μέσα στο ίδιο το γένος και την ίδια φυλή.
____________________________________
* Ιδίως στις βορειοδυτικές ακτές της Αμερικής (βλέπε Μπάνκροφτ), Στους Χα'ιντάς, στο νηοί της βασίλισσας Καρλότας, βρίσκουμε νοικοκυριά που έχουν ως 700 άτομα κάτω από μια στέγη. Στους Νούτκα ζούσαν ολόκληρες φυλές κάτω από μια στέγη (σημ. του Ένγκελς).
** Η μάχη του Χάστινγκς έγινε το 1066 ανάμεσα στα στρατεύματα του δούκα της Νορμανδίας, του Γουλιέλμου, που είχε εισβάλει στην Αγγλία και τους Αγγλοσάξονες με επικεφαλής το βασιλιά Χάραλντ. Οι Αγγλοσάξονες, που στη στρατιωτική τους οργάνωση διατηρούσαν υπολείμματα από την κοινωνία των γενών και είχαν πρωτόγονα όπλα, εξοντώθηκαν κυριολεκτικά. Στη θέση του βασιλιά Χάραλντ, που σκοτώθηκε στη μάχη, βασιλιάς της Αγγλίας έγινε ο Γουλιέλμος, με την ονομασία Γουλιέλμος Α', ο Κατακτητής (σημ. γερμ. σύντ.).
3* Εσύ το θέλησες, Ζορζ Νταντέν! Η φράση αυτή είναι παρμένη από μια κωμωδία του Μολιέρου και αντιστοιχεί στην ελληνική «Τα 'θελες και τα 'παθες!» (σημ. ελλ. σύντ.).
4* Για τον αριθμό για την Αθήνα βλέπε πιο πάνω, σελ. 117. Στην Κόρινθο, τον καιρό της άνθησης της πόλης, ήταν 460.000, στην Αίγινα 470.000, και στις δυο περιπτώσεις ήταν δεκαπλάσιος από τον αριθμό των ελεύθερων πολιτών (σημ. του Ένγκελς). (σημ. τ. μετ.).
ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου