{[['']]}
Αθήνα 3/5/1948. Κηδεία του υπουργού Δικαιοσύνης, Χρήστου Λαδά
«Τρομοκρατημένοι οι μοναρχοφασίστες στην Αθήνα»
(Δελτίο Ειδήσεων του ΔΣΕ, 3/5/1948)
Hταν το εντυπωσιακότερο χτύπημα που κατάφερε ο ΔΣΕ στην ηγετική δομή των αντιπάλων του, σε όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου.
Το πρωί της Πρωτομαγιάς του 1948, που συνέπιπτε με το Μεγάλο Σάββατο, ο υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Σοφούλη, Χρήστος Λαδάς, μόλις είχε βγει από το σπίτι του στην πλατεία Καρύτση, στο κέντρο της Αθήνας· άναψε ένα κερί στην παρακείμενη εκκλησία του Αγ. Γεωργίου και στις 8.55 π.μ. ανέβηκε στο υπηρεσιακό του αυτοκίνητο, όταν ένας νέος ντυμένος με στολή σμηνίτη πλησίασε το όχημα κι έριξε μέσα μια χειροβομβίδα.
Θανάσιμα τραυματισμένος, ο υπουργός μεταφέρθηκε στον Ερυθρό Σταυρό, όπου και ξεψύχησε στις 10.30 μ.μ.
Την έκρηξη ακολούθησε ανθρωποκυνηγητό στους γύρω δρόμους. Ο δράστης επιχείρησε να διαφύγει ρίχνοντας ακόμη δύο χειροβομβίδες στους αστυφύλακες που τον καταδίωκαν, σκοτώνοντας έναν και τραυματίζοντας άλλους δύο, προτού πέσει χτυπημένος από τις αστυνομικές σφαίρες.
Με διαμπερή τραύματα στον θώρακα και τον μηρό, αλλά και θραύσματα μιας από τις δικές του χειροβομβίδες στην κοιλιά, μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο Σταθμό Α' Βοηθειών κι εν συνεχεία στο «Ιπποκράτειο».
Λεγόταν Ευστράτιος Μουτσογιάννης κι ήταν 22 χρόνων, άνεργος εργάτης από τις Τζιτζιφιές.
Σύμφωνα με τον φάκελό του είχε ενταχθεί στην ΕΠΟΝ το 1943 και στη διάρκεια της Κατοχής υπηρέτησε στον αθηναϊκό ΕΛΑΣ.
Τον Σεπτέμβριο του 1944 μετατάχθηκε στην Εθνική Πολιτοφυλακή, ως μέλος της οποίας πολέμησε στα Δεκεμβριανά. Μετά τη Βάρκιζα έγινε δόκιμο μέλος του ΚΚΕ.
Τον Ιούλιο του 1947 είχε εκτοπιστεί στην Ικαρία, απ’ όπου επανήλθε τον Οκτώβριο με τα «μέτρα ειρηνεύσεως».
Τον Ιανουάριο του 1948 επανασυνδέθηκε μ’ ένα κλιμάκιο της «στενής αυτοάμυνας», από το οποίο και πήρε λίγο αργότερα την εντολή για τον φόνο του Λαδά.
Με προσθήκη κάποιων γαργαλιστικών λεπτομερειών, το βιογραφικό αυτό επιβεβαιώνεται από τα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν το 1972.
Το θύμα της ενέδρας αποτελούσε τυπική περίπτωση φιλελεύθερου νομικού που, ελέω Εμφυλίου, είχε αναλάβει τη διεκπεραίωση της έννομης καταστολής του εσωτερικού εχθρού με μεθόδους κάθε άλλο παρά φιλελεύθερες.
Υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Σοφούλη από τον Σεπτέμβριο του 1947, ο Χρήστος Λαδάς υπήρξε ο αρχιτέκτονας του βασικού νομοθετικού πλέγματος των έκτακτων μέτρων του Εμφυλίου που διαδέχτηκαν και συμπλήρωσαν το Γ' Ψήφισμα του 1946.
Δεν αποτελούσε ως εκ τούτου παράπλευρη απώλεια αλλά απόλυτα θεμιτό στόχο, από τη στιγμή μάλιστα που ανάλογη τύχη επιφύλασσε το επίσημο κράτος στα αιχμάλωτα στελέχη της αντίπαλης πλευράς.
Εξ ου και ο φόνος του «προδότη υπουργού Δικαιοσύνης» χαιρετίστηκε μ’ ενθουσιασμό από το Δελτίο Ειδήσεων του ΔΣΕ.
Οπως συμβαίνει συνήθως με τα εντυπωσιακά χτυπήματα που δεν αντιστοιχούν στο πραγματικό επίπεδο μιας ένοπλης αντιπαράθεσης, ο φόνος του Λαδά πολύ γρήγορα μετατράπηκε ωστόσο σε μπούμερανγκ για την πλευρά που τον διέπραξε.
Αυθημερόν κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος στο λεκανοπέδιο, με απαγόρευση των δημόσιων συναθροίσεων, της νυκτερινής κυκλοφορίας και της δημοσίευσης κάθε είδησης που μπορούσε «να επιδράση δυσμενώς εις το πνεύμα του Λαού».
Δυο μέρες αργότερα, ο στρατιωτικός διοικητής απαγόρευσε επίσης «την διανυκτέρευσιν παντός ατόμου εκτός της κατοικίας του», προβλέποντας σε περίπτωση «εξαιρετικής ανάγκης» τη χορήγηση ειδικής άδειας του οικείου αστυνομικού τμήματος.
Ταυτόχρονα διατάχθηκαν μαζικές εκτελέσεις φυλακισμένων κομμουνιστών, καταδικασμένων σε θάνατο για τη δράση τους επί Κατοχής ή στα Δεκεμβριανά.
Μέσα σε μια μέρα (4/5/1948) ανακοινώθηκε έτσι ο τουφεκισμός 24 θανατοποινιτών στην Αθήνα κι άλλων 130 στην επαρχία· προς επίρρωση της θεωρίας των δύο άκρων, μεταξύ των πρώτων συγκαταλεγόταν δειγματοληπτικά κι ένας πρώην ταγματασφαλίτης, καταδικασμένος για ανθρωποκτονία επί Κατοχής.
Μέχρι τις 12 Μαΐου είχαν ανακοινωθεί ακόμη 104 εκτελέσεις σε διάφορα σημεία της χώρας.
Η ανάκριση
Τη σύλληψη του εκτελεστή ακολούθησε η ανάκρισή του, με μεθόδους μάλλον γνώριμες σε «αντιτρομοκρατικές» υποθέσεις τέτοιας εμβέλειας.
Αρχικά οι γιατροί του «Ιπποκράτειου» ζήτησαν από ανακριτή και εισαγγελέα ν’ αναβάλουν για λόγους υγείας «την λήψιν της καταθέσεώς» του· σχεδόν αμέσως, και για λόγους που δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε, διαπίστωσαν ωστόσο «δραστικήν βελτίωσιν» της κατάστασής του, κι έτσι η πρώτη κατάθεσή του δόθηκε το ίδιο βράδυ.
Καθοριστικότερο για την έκβαση της ανάκρισης υπήρξε, όμως, ένα άλλο τέχνασμα: ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Διώξεως Κομμουνισμού, αστυνόμος Ιωάννης Κροντήρης, φόρεσε ιατρική στολή κι εγκαταστάθηκε, «ως δήθεν ιατρός, εις το προσκέφαλον του Μουτσογιάννη, διά να φροντίζη διά την ασφάλειάν του και να κατορθώση κατόπιν να κατακτήση τόσον την εμπιστοσύνην του, ώστε να εκμαιεύση παρ’ αυτού τα ονόματα των συνεργατών του» («Εθνος», 19/5/1948).
Η ιδέα, που οι εφημερίδες απέδωσαν στον αστυνομικό διευθυντή Αγγελο Εβερτ, αποδείχθηκε αρκετά αποτελεσματική.
Αδιευκρίνιστης αποτελεσματικότητας υπήρξε μια άλλη παγίδα: μια «αρκετά ελκυστική» νοσοκόμα τού έφερε μολύβι και χαρτί, προσφερόμενη να μεταφέρει κρυφά κάποιο μήνυμα στους δικούς του· «δεν μπόρεσε να με ξεγελάσει περισσότερο των δυο ημερών, γιατί κατάλαβα το ρόλο της», υποστηρίζει ο πολυτραυματίας στα απομνημονεύματά του (σ. 325), παραδέχεται όμως ότι το τεχνητό ενδιαφέρον της «ψυχολογικά έπαιξε κάποιο ρόλο» στην τελική συνθηκολόγησή του.
Από τα διαθέσιμα υλικά δεν πιστοποιείται χρήση ναρκοανάλυσης («ορού της αλήθειας») κατά την ανάκριση του Μουτσογιάννη, παρ' όλο που η μέθοδος αυτή χρησιμοποιήθηκε την ίδια χρονιά σε βάρος ορισμένων τουλάχιστον στελεχών της ΚΟΑ ή/και της «αυτοάμυνας».
Στην πρώτη του κατάθεση, ο τραυματίας απέφυγε να ομολογήσει το παραμικρό, «δώσας ονοματεπώνυμα αποθανόντων κομμουνιστών ή μικρά ονόματα και ψευδή χαρακτηριστικά».
Τα πράγματα άλλαξαν ύστερα από ένα 24ωρο, όταν αποφάσισε να συνεργαστεί πλήρως με τις Αρχές, κατονομάζοντας τον συνεργό που τον εγκατέλειψε την ώρα της απόπειρας και τον (ήδη συλληφθέντα) γνωστό του που στις αρχές της χρονιάς τον είχε συνδέσει με τον παράνομο μηχανισμό της «στενής αυτοάμυνας».
Περιέγραψε δε με κάθε λεπτομέρεια τον καθοδηγητή με το ψευδώνυμο «Λεωνίδας», από τον οποίο είχαν πάρει εντολή για τη συγκεκριμένη ενέργεια, και κάποιο γνωστό του από την πρόσφατη εξορία τους στην Ικαρία, του οποίου γνώριζε μόνο το μικρό όνομα και ο οποίος (όπως είχε τυχαία αντιληφθεί κι εν συνεχεία επιβεβαιώσει από τον συνεργό του) καθοδηγούσε τον καθοδηγητή.
Με βάση αυτές τις αποκαλύψεις και όσα κατέθεσε στη δική του ανάκριση ο συνεργός, οι Αρχές ανακοίνωσαν στις 18 Μαΐου τη διαλεύκανση της υπόθεσης.
Ως επικεφαλής του επίμαχου κλιμακίου της «στενής αυτοάμυνας» ταυτοποιήθηκε ο 26χρονος αυτοκινητιστής Βασίλης Ζάννος, «παλαιός κομμουνιστής» που πληρούσε τα στοιχεία της περιγραφής του Μουτσογιάννη και, κατά την αστυνομία, αναγνωρίστηκε απ’ αυτόν βάσει του φωτογραφικού αρχείου της σήμανσης.
Ο ίδιος ο Ζάννος αρνήθηκε μέχρι τέλους να ομολογήσει οποιαδήποτε σχέση με την υπόθεση αλλά, όπως προκύπτει από το αρχείο του ΚΚΕ που φυλάσσεται στα ΑΣΚΙ, ήταν όντως επικεφαλής της συγκεκριμένης ομάδας.
Ασύλληπτος παρέμεινε αντίθετα, επί σχεδόν έναν χρόνο, ο άμεσος εντολέας «Λεωνίδας»· στα μέσα Ιουνίου ανακοινώθηκε πως επρόκειτο για τον 25χρονο κομμουνιστή Δημήτριο Κωνσταντινέα από την Καλαμάτα, μαχητή επί Κατοχής της αθηναϊκής ΟΠΛΑ και κατόπιν του ΕΛΑΣ Θεσσαλίας, που επικηρύχτηκε ως ληστής με 10.000.000 δρχ. για τη σύλληψη και 5.000.000 δρχ. για την αποτελεσματική κατάδοσή του.
Στις μεταγενέστερες αυτοβιογραφικές αφηγήσεις του, ο Μουτσογιάννης αποδίδει την απόφασή του να συνεργαστεί με την Ασφάλεια στη συνδρομή μιας σειράς παραγόντων: την απογοήτευση και «οργή» που ένιωθε για την εγκατάλειψή του από τους συντρόφους του την κρίσιμη στιγμή· την ψευδή είδηση που του μεταφέρθηκε, πως ο υπουργός ήταν ζωντανός (συνεπώς, ο ίδιος ήταν ένοχος όχι φόνου αλλά απλής απόπειρας)· τον φόβο του για τα βασανιστήρια στα οποία επρόκειτο να υποβληθεί μετά την ανάρρωσή του, αλλά και για την τύχη της μητέρας, της αδερφής και -κυρίως- του αδερφού του, που είχαν ήδη προσαχθεί και παρέμεναν υπό κράτηση στον χώρο του νοσοκομείου.
Προσθέτει, μάλιστα, πως ο αστυνομικός διευθυντής Ιωάννης Πανόπουλος κι ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως (και -προσωρινά- Δικαιοσύνης) Κωνσταντίνος Ρέντης τού υποσχέθηκαν «πως, αν απεκάλυπτε τους αρχηγούς που τον έβαλαν, θα απολύονταν οι δικοί του» (σ. 326).
Παρά την προφανή αποενοχοποιητική στόχευσή της, η τελευταία αυτή δικαιολογία φαίνεται να έχει κάποια βάση. Αν μη τι άλλο, ο αδερφός του Γεώργιος Μουτσογιάννης, ενώ αρχικά ανακοινώθηκε πως είχε συλληφθεί κι αργότερα κατονομάζεται ρητά στις επίσημες ανακοινώσεις μεταξύ «των κυρίως αναμεμιγμένων εις το τρομοκρατικόν έγκλημα», τελικά δεν κάθισε στο εδώλιο.
Μια πολύ Στενή Αυτοάμυνα
Από τα διαθέσιμα αρχεία του ΚΚΕ προκύπτει ότι η εντολή για τον φόνο του Λαδά (και άλλων πυλώνων του καθεστώτος, όπως ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης και -κυρίως- ο Αμερικανός στρατηγός Τζέιμς Βαν Φλιτ) υπήρξε κεντρική πολιτική επιλογή της κομματικής ηγεσίας και διαβιβάστηκε στο κλιμάκιο του Ζάννου από τους επικεφαλής της ΚΟΑ, Στέργιο Αναστασιάδη και Γιώργο Σπανό.
Τρεις μέρες μετά το χτύπημα, ο Μάρκος Βαφειάδης έστειλε μάλιστα στον Αναστασιάδη ένα ενθουσιώδες συνθηματικό ραδιοτηλεγράφημα με το οποίο ζητούσε κλιμάκωση των επιθέσεων στην πρωτεύουσα:
«Ζέστη κουλού ήρθε στην κατάλληλη στιγμή και είναι ό,τι χρειάζεται. Εννοείται ότι τέτοια καβάλλα πρέπει να συνεχιστεί έντονα για νάχουμε πλούσια πολιτική συγκομιδή. Θάταν λάθος αν όλα αυτά γίνονταν σποραδικά και τυχαία. Εκείνο που χρειάζεται σήμερα η παρέα [=το αντάρτικο] είνε να συνδυαστεί το δικό της έργο με μεγάλη ζέστη στην Απιδιά [=Αθήνα], Πεπονιά [=Πειραιά] και αλλού. Για Αλμύρα [=Θεσσαλονίκη] φροντίζουμε εμείς. Θάταν λάθος αν ύστερα από ένα πήδημα σταματούσαμε και αφίναμε την αραπιά να αναλάβει πρωτοβουλία. Χρειάζεται ακατάπαυστα πηδήματα, ζέστες, λάχανα κ.λπ. Το ζήτημα αυτό έχει σήμερα πρωταρχική σπουδαιότητα και ο πρώτος μασλατζής [= το κλιμάκιο του Π.Γ. στην Αθήνα] πρέπει να το καταλάβει αυτό καλά για να βοηθήσει την παρέα θετικά. Τα τέτοια πηδήματα ρίχνουν πολύ το ηθικό της αραπιάς και αυτό προωθεί σοβαρά όλη την καβάλλα της παρέας» (τ.κ. 148, φ: 7/35/59, Μάρκος προς Σμαρώ [=Στ. Αναστασιάδη], 4/5/1948, αρ. 58).
Η κρατική προπαγάνδα της εποχής και η μετέπειτα υπηρεσιακή ιστοριογραφία φιλοτέχνησαν για την Αυτοάμυνα ένα σχήμα πολυπλόκαμου και «σατανικά» οργανωμένου, πάνοπλου μηχανισμού.
Η εικόνα αυτή διαψεύδεται, ωστόσο, από την έκδηλη αναντιστοιχία ανάμεσα στη μαζικότητα των σχετικών συλλήψεων και την ένδεια του κατασχεθέντος οπλισμού.
Η προσεκτική εξέταση της αφήγησης του Μουτσογιάννη, κι ακόμη περισσότερο οι εκθέσεις των τότε καθοδηγητικών στελεχών του ΚΚΕ στην Αθήνα, σκιαγραφούν επίσης μια πολύ διαφορετική κατάσταση.
Ενα πρώτο εντυπωσιακό δεδομένο είναι ο ερασιτεχνισμός και οι άκρως περιορισμένες τεχνικές δυνατότητες του μηχανισμού που διεκπεραίωσε το χτύπημα.
Ο Μουτσογιάννης στάλθηκε να σκοτώσει τον υπουργό, στο αστυνομοκρατούμενο αθηναϊκό κέντρο, εφοδιασμένος μόνο με τρεις χειροβομβίδες, μία από τις οποίες αποδείχτηκε άχρηστη· του χορηγήθηκε επίσης ένα πιστόλι δίχως σφαίρες και, ύστερα από διαδοχικές οχλήσεις, μια δεκαριά σφαίρες ακατάλληλου διαμετρήματος. Η περιγραφή αυτή συνάδει με τη δραματική έλλειψη όπλων που μνημονεύεται σε εκθέσεις στελεχών της ΚΟΑ μετά την άφιξή τους στο αρχηγείο του ΔΣΕ, προδίδει όμως μιαν ασύγγνωστη έλλειψη σοβαρότητας.
Εξαιρετικά εύγλωττη υπήρξε, τέλος, η ισχνότητα και η απροθυμία εμπλοκής του μηχανισμού υποστήριξης: ο ένοπλος «παρτιζάνος» που είχε επιφορτιστεί με την κάλυψη του εκτελεστή εγκατέλειψε τον χώρο αμαχητί, όπως και οι λοιποί παρευρισκόμενοι σύντροφοί του.
Με δεδομένη τη μικρή χρονική απόσταση από την κατοχική δράση της ΟΠΛΑ, αλλά και τη μερική τουλάχιστον σύμπτωση των δύο μηχανισμών σε επίπεδο προσώπων, η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί για όλα αυτά είναι η δραστική αλλαγή του σκηνικού.
Στην Κατοχή οι μαχητές της ΟΠΛΑ και του αθηναϊκού ΕΛΑΣ κινούνταν μέσα στον πληθυσμό όπως το ψάρι στο νερό, κάτι που δεν συνέβαινε πια με τα μέλη της «στενής Αυτοάμυνας» και του ΔΣΕ των πόλεων.
Η εικόνα που σκιαγραφεί την επόμενη χρονιά σε έκθεσή του ένα από τα επιζήσαντα στελέχη της Αυτοάμυνας, είναι κάτι παραπάνω από αποκαλυπτική γι’ αυτή τη μεταβολή.
«Οι αποφάσεις της 3ης Ολομέλειας» του Σεπτεμβρίου 1947 για τη γενίκευση του ένοπλου αγώνα, διαβάζουμε, «μας βρήκαν τους αυτοαμυνίτες προπαρασκευασμένους από άποψη ηθικού αλλά απαράσκευους και αδύνατους οργανωτεχνικά. Ο οππορτουνισμός που είχαν διαπιστώσει οι αποφάσεις ήταν πάρα πολύς στην Αθήνα, έφερε πτώση του ηθικού του πολύ κόσμου και η Αθήνα μας είχε κλείσει τις πόρτες της. Θυμάμαι μια κρίση στην Αθήνα κατά το 44. Στην Αθήνα είχαμε μείνει πολύ λίγοι ελασίτες, λιγότεροι από τους αποφασισμένους αυτοαμυνίτες του 47. Στην Καισαριανή και στο Βύρωνα μαζί δεν είμαστε στο κλαρί παραπάνω από 40-50, όμως τα σπίτια που μας άνοιγαν ήσαν πάρα πολλά και τα βγάλαμε πέρα. Το τέλος του 47 τα σπίτια που μας άνοιγαν μετριόντουσαν στα δάκτυλα, κι αυτά μαρκαρισμένα τα περισσότερα από την ασφάλεια».
Την εικόνα αυτής της πολιτικής απομόνωσης ολοκληρώνει, στην ίδια έκθεση, η συνακόλουθη έλλειψη υλικών πόρων: «Δεν ήταν τώρα η εποχή του 43 που ο κόσμος πουλούσε τα σακάκια του για να προμηθευτεί όπλα από τους Ιταλούς, ήταν άλλη εποχή και η μάχη του οπλισμού έπρεπε να δοθεί με άλλες μέθοδες» (ΑΣΚΙ/ΚΚΕ, τ.κ. 407, φ: 22/1/42, Ευάγγελος Κορμούλης προς Κ.Ε., [>26.5.1949], σ. 2).
Οπως είναι γνωστό, η απροθυμία των κομμουνιστών της πρωτεύουσας να εμπλακούν ενεργά στο δεύτερο αντάρτικο οδήγησε τον Μάρτιο του 1948 στην επίσημη συλλογική καταδίκη τους από το Π.Γ. του βουνού σαν «προδοτών του αγώνα» που «δεν έχουν θέση στο ΚΚΕ».
Το κείμενο της καταδίκης διαβιβάστηκε στο αθηναϊκό κλιμάκιο του Π.Γ., με την εντολή «να μπει στις οργανώσεις του ΚΚΕ και να διαβαστεί απ’ όλα τα μέλη του κόμματος», μεταδόθηκε επανειλημμένα από τον ραδιοσταθμό «Ελεύθερη Ελλάδα» και δημοσιοποιήθηκε με προκηρύξεις που σκορπούσαν οι αντάρτες του ΔΣΕ κατά την είσοδό τους σε επαρχιακές πόλεις.
Η αποτυχία του μέτρου αναγνωρίστηκε ωστόσο αρκετά γρήγορα από την 4η ολομέλεια της Κ.Ε. που συνήλθε στον Γράμμο στα τέλη Ιουλίου και τον Οκτώβριο ακολούθησε η πανηγυρική καθαίρεση της Επιτροπής Πόλης της ΚΟΑ από το Π.Γ., με το σκεπτικό ότι, παρά την αυξημένη -υποτίθεται- μαχητικότητα των μαζών, αυτή «δεν ανταποκρίθηκε στα καθήκοντα που της έβαλε το λαϊκοαπελευθερωτικό κίνημα».
Οπως διαπιστώνουμε από τα ραδιογραφήματα μεταξύ του αθηναϊκού κλιμακίου του Π.Γ. και της ηγεσίας του βουνού, αυτή η τελευταία απόφαση προτάθηκε από τον Μήτσο Παρτσαλίδη και το προσχέδιό της υποβλήθηκε στο Π.Γ. από τον Στέργιο Αναστασιάδη, που επέμεινε στη συνέχεια για την επικύρωση και δημοσιοποίησή της.
Η αντιπαραβολή του προσχεδίου με το τελικό κείμενο αποτυπώνει, ωστόσο, εξαιρετικά εύγλωττα το χάσμα που χώριζε τους συντάκτες τους: ενώ στο πρώτο οι ευθύνες της Ε.Π. επικεντρώνονται κυρίως σε συγκεκριμένα τεχνικά και πολιτικά λάθη που απέκοψαν το κόμμα από τις εργαζόμενες μάζες, ως πολιτικός δε στόχος τίθεται «ο γρήγορος τερματισμός της ελληνοσφαγής που επέβαλαν οι ξένοι αντιμπεριαλιστές», το τελικό κείμενο επικεντρώνεται κυρίως στη μη εκπλήρωση της εντολής του ανοιξιάτικου «ανοιχτού γράμματος» για μαζικοποίηση της ένοπλης πάλης. Εξ ου και συνδέει την αλλαγή καθοδήγησης με μια στοχοθεσία ακόμη πιο εξωπραγματική: κλιμάκωση των διάσπαρτων απεργιακών αγώνων «ώς την ένοπλη αντίσταση», εκκαθάριση του κόμματος από «κάθε δειλό, λιπόψυχο στοιχείο» κι αποστολή χιλιάδων Αθηναίων στο βουνό «για τη δημιουργία δυο υποδειγματικών εργατικών ταξιαρχιών».
Σχεδόν αμέσως, το κλιμάκιο της Αθήνας κατέστησε σαφείς τις «αμφιβολίες» του για τη δυνατότητα υλοποίησης αυτών των καθηκόντων.
Η σταδιακή μετατροπή ενός μαζικού κινήματος σε πόλεμο απομονωμένων μηχανισμών μέσα στο 1947 επιβεβαιώνεται απ’ όλες τις διαθέσιμες εκθέσεις καθοδηγητικών στελεχών προς την ηγεσία του βουνού, αλλά και από τις μεταγενέστερες αναμνήσεις όσων στελεχών επέζησαν.
Οπως συμβαίνει κατά κανόνα με την υποκατάσταση της μαζικής δράσης από την ένοπλη προπαγάνδα, οι στεγανοποιημένοι μηχανισμοί που διεξήγαγαν αυτή την τελευταία αποδεκατίστηκαν από τον φαύλο κύκλο των αλλεπάλληλων «σπασιμάτων» και της συνακόλουθης χαφιεδοφοβίας που αποξένωσε μεγάλα κομμάτια της ΕΑΜικής και κομματικής βάσης, καθώς μια σειρά από μεσαία και ανώτερα στελέχη συνεργάστηκαν με την Ασφάλεια ή άλλαξαν ακόμη και στρατόπεδο μετά τη σύλληψή τους.
Διαφορετικής τάξης ζητήματα θέτει η μαρτυρία του Σταύρου Κασιμάτη, πρωτεργάτη της σύστασης του «δεύτερου κομματικού κέντρου» μετά το τελικό πλήγμα που δέχτηκαν τα καθοδηγητικά κλιμάκια της ΚΟΑ και της Αυτοάμυνας την άνοιξη του 1949, σχετικά με τη σταθερή απόρριψη των εισηγήσεων της ηγεσίας της αθηναϊκής ΕΠΟΝ για συγκρότηση αυτοτελών μαχητικών τμημάτων («Οι παράνομοι», Αθήνα 1997, σ. 89-95).
Απόρροια της απροθυμίας του τοπικού καθοδηγητικού επιτελείου για ουσιαστική κλιμάκωση, αλλά και της ταυτόχρονης δυσπιστίας του απέναντι σε κάθε αυτονόμηση της νέας γενιάς αγωνιστών, η άρνηση αυτή αδρανοποίησε για μεγάλο διάστημα το μοναδικό κατάλοιπο του ΕΑΜικού κινήματος που διατηρούσε αυξημένο βαθμό αγωνιστικότητας στις νέες συνθήκες.
Εμφύλια Δικαιοσύνη
↳ Οι άρρενες κατηγορούμενοι της πρώτης δίκης. Στην πρώτη σειρά από δεξιά: Μουτσογιάννης, Καμπανίδης, Ζάννος, Μακρίδης. Στη δεύτερη: Πολατίδης, Σαρανταρίδης, Χατζηκίδης, Ψωμιάδης. Από το εκτελεστικό απόσπασμα γλίτωσαν μόνοι οι δύο πρώτοι (καθότι «μεταμεληθέντες», αν και φυσικοί αυτουργοί) και η μητέρα τού Καμπανίδη (κάτω δεξιά, στη δεύτερη φωτογραφία)
Η δίκη των συλληφθέντων για τον φόνο του Λαδά άρχισε στις 18 κι ολοκληρώθηκε στις 21 Ιουνίου 1948.
Στο εδώλιο κάθισαν συνολικά εννιά άτομα: ο Μουτσογιάννης και ο άμεσος συνεργός του Διονύσιος Καμπανίδης, η μητέρα του δεύτερου Μαρία Καμπανίδου κι ο 48χρονος κουμπάρος της, Εμμανουήλ Σαρανταρίδης (που κατηγορούνταν ότι προσπάθησαν να εξαφανίσουν το αχρησιμοποίητο περίστροφο του συναυτουργού), ο Ζάννος, δύο κομμουνιστές που είχαν συλληφθεί πριν από τον φόνο (Ορέστης Μακρίδης, Χαράλαμπος Ψωμιάδης) και δύο Πόντιοι «επαναπατρισθέντες» από την ΕΣΣΔ επί Μεταξά, ήδη εξόριστοι στην Ικαρία (Κων/νος Χατζηκίδης, Κων/νος Πολατίδης), κατηγορούμενοι για εμπλοκή στη διακίνηση του περιστρόφου που δεν χρησιμοποιήθηκε.
Πρόεδρος του στρατοδικείου ήταν ο αντισυνταγματάρχης Στυλιανός Ταβουλάρης και μέλη ο ταγματάρχης Αχιλλέας Τάγαρης (μετέπειτα διορισμένος πρόεδρος του Πανεπιστημίου Πατρών επί χούντας), ο επίλαρχος Θ. Δελλαγραμμάτικας και οι λοχαγοί Στέργιος Λαμπρόπουλος κι Αργύρης Λαγαριάς. Χρέη βασιλικού επιτρόπου εκτέλεσε ο ταγματάρχης Βαμβακάς.
Η διαδικασία του έκτακτου στρατοδικείου, όπως αποτυπώνεται στα δημοσιεύματα της εποχής, υπήρξε άκρως συνοπτική: την κατάθεση των μαρτύρων κατηγορίας ακολούθησε η απολογία κάθε κατηγορουμένου, η ανάγνωση του ατομικού «δελτίου δράσεως» που είχε συνταχτεί με βάση τον φάκελό του και, τέλος, η υποβολή από το δικαστήριο ερωτήσεων που περισσότερη σχέση είχαν με τις πολιτικές πεποιθήσεις του κατηγορούμενου παρά με την όποια δραστηριότητά του.
Μάρτυρες υπεράσπισης προσήλθαν μόνο για λογαριασμό του Ζάννου και η (επίσης προφυλακισμένη) σύζυγος του Μακρίδη.
Τα περιθώρια ουσιαστικής συνηγορίας αποδείχθηκαν, έτσι κι αλλιώς, κάτι λιγότερο από πενιχρά: όταν λ.χ. η κουνιάδα του Ζάννου παραδέχτηκε στην κατάθεσή της μόνο τα «αριστερά φρονήματα» του κατηγορούμενου, αρνούμενη πως αυτός είναι «αναρχικός», το δικαστήριο διέταξε την κράτησή της «διά να δοθούν από την Ασφάλειαν στοιχεία περί αυτής»· αφέθηκε δε ελεύθερη μόνο όταν διαπιστώθηκε «ότι έχει σύζυγον υπηρετούντα» στον κυβερνητικό στρατό!
Η τελική απόφαση ήταν οκτώ καταδίκες σε θάνατο. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε η Μαρία Καμπανίδου, που καταδικάστηκε σε εξαετή κάθειρξη επειδή απλώς παρέλαβε το πιστόλι του γιου της για να το εξαφανίσει. Εκτός από το ελαφρυντικό του μητρικού φίλτρου, η σχετικά «ήπια» αυτή αντιμετώπιση οφειλόταν πιθανότατα και στη στάση της στο δικαστήριο, δεδομένου ότι στην απολογία της καταδίκασε απερίφραστα τον Ζαχαριάδη σαν «έναν εκμεταλλευτή της δυστυχίας μας και απατεώνα που παρασέρνει τα παιδιά του κόσμου».
Λιγότερο επιεικές φάνηκε το στρατοδικείο απέναντι στους υπόλοιπους συνεργούς, ακόμη κι όσους βαρύνονταν με εξίσου δευτερεύουσες ενέργειες, από τη στιγμή που αυτοί αρνήθηκαν να καταδικάσουν το ΚΚΕ και τον ηγέτη του.
Μεταξύ των θανατοποινιτών συγκαταλεγόταν ο Ορέστης Μακρίδης, πρώην γραμματέας της 6ης αχτίδας της ΚΟΑ, ο οποίος είχε συλληφθεί πολύ πριν από τον φόνο του Λαδά, αλλά το κατηγορητήριο τον αναγόρευσε σε «γενικό αρχηγό της αυτοάμυνας Αθηνών».
Οπως πληροφορούμαστε από την ασύρματη επικοινωνία μεταξύ Βαφειάδη και Αναστασιάδη, η σύνδεσή του με την υπόθεση συνιστούσε «καθαρή σκευωρία».
Εξι από τους οκτώ θανατοποινίτες (Ζάννος, Μακρίδης, Ψωμιάδης, Σαρανταρίδης, Χατζηκίδης, Πολλατίδης) τουφεκίστηκαν στις 25 Ιουνίου στο Γουδί, «εις τον συνήθη τόπον των εκτελέσεων». Οι άμεσα εμπλεκόμενοι Μουτσογιάννης και Καμπανίδης αντίθετα επέζησαν.
Μπορεί η ποινή τους να ήταν «τρις» εις θάνατον, ενώ των τουφεκισμένων «άπαξ» ή «δις», όμως ο στρατιωτικός διοικητής Αθηνών διέταξε την αναστολή της εκτέλεσής της ώσπου ο βασιλιάς ν’ αποφανθεί για την αίτηση χάριτος που υπέβαλαν.
Η τελευταία ήταν βέβαια αδύνατο να γίνει δεκτή, παρέμεινε όμως ανεξέταστη στα συρτάρια των ανακτόρων ίσαμε το τέλος του πολέμου και τον τερματισμό των εκτελέσεων.
Σύμφωνα με τον ημιεπίσημο ιστορικό της Αστυνομίας Πόλεων, αστυνομικό διευθυντή Νικόλαο Αρχιμανδρίτη, οι Μουτσογιάννης και Καμπανίδης δεν εκτελέστηκαν «γιατί και οι δύο προέβησαν εις ομολογίας και κατά την διάρκειαν της δίκης εξέφρασαν την ειλικρινή μεταμέλειάν τους για το έγκλημα» («Αστυνομικά Χρονικά», 1.5.1954, σ. 1.100).
Οπως γνωστοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1952, η αναστολή της εκτέλεσής τους χορηγήθηκε ύστερα από προσωπικό διάβημα των Ρέντη και Πανόπουλου στον πρωθυπουργό Σοφούλη. Τον Ιούλιο του 1952 το Αναθεωρητικό Δικαστήριο θα μειώσει την ποινή τους σε 20 και 18 χρόνια αντίστοιχα.
Ως επιβράβευση της έμπρακτης «μεταμέλειάς» του, ο εκτελεστής του Λαδά περίμενε (κι επιδίωξε τα επόμενα χρόνια) την αποφυλάκισή του με όρους ή λόγω έκτισης των 2/3 της ποινής. Το γεγονός όμως πως είχε σκοτώσει κοτζάμ υπουργό -και δη της Δικαιοσύνης- απέτρεψε μια τέτοια εξέλιξη.
Αποφυλακίστηκε τελικά τον Ιούνιο του 1964, βάσει της γενικής αμνηστίας που παραχώρησε η Ενωση Κέντρου. Επί χούντας θα εκδώσει τα απομνημονεύματά του, όπου η αυτοβιογραφική αφήγηση διανθίζεται με αμπελοφιλοσοφίες ενός ιδιότυπου θρησκευτικού φονταμενταλισμού, αυτοπροβαλλόμενος σαν «ο πτωχός ανειδίκευτος εργάτης που η φυλακή τον έκανε όχι απλώς διανοούμενο, αλλά ένα της τάξεως των διανοητών».
Για διαφορετικούς λόγους επέζησε από τον Εμφύλιο και ο εντολέας της εκτέλεσης Λαδά, Δημήτριος Κωνσταντινέας. Τον Απρίλιο του 1949 εντοπίστηκε σε ειδική κρύπτη στο σπίτι των γονιών του, συνελήφθη και με την κατάθεσή του επιβεβαίωσε την ετυμηγορία του στρατοδικείου που καταδίκασε τους συντρόφους του.
Δύο μέρες μετά, η Ασφάλεια ανακοίνωσε τη σύλληψη (από τον Μάρτιο) του Στέργιου Αναστασιάδη και του κεντρικού πυρήνα των στελεχών της Στενής Αυτοάμυνας.
Κομβική για την εξάρθρωση του δικτύου αποδείχτηκε η μακροσκελής κατάθεση (300 σελίδες) του παλαίμαχου ΟΠΛΑτζή Γεωργίου Κοζάνη ή «Μπάρμπα», επικεφαλής του στρατόπεδου κρατουμένων της Εθνικής Πολιτοφυλακής στο Ασυλο Κοκκινιάς κατά τα Δεκεμβριανά και στελέχους εν συνεχεία του Μπούλκες.
Μολονότι για την αντικομμουνιστική προπαγάνδα αποτελούσε (κι εξακολούθησε ν’ αποτελεί για δεκαετίες) το πρότυπο «ειδεχθούς σφαγέα», το στρατοδικείο θα τον αθωώσει τον Αύγουστο του 1950 με το πρωτοφανές σκεπτικό της «πλήρους συγχύσεως».
Στην ίδια δίκη ο Κωνσταντινέας καταδικάστηκε δις σε θάνατο αλλά δεν εκτελέστηκε, χάρη στα μέτρα ειρηνεύσεως του Πλαστήρα· αποφυλακίστηκε τα επόμενα χρόνια και πέθανε το 1998.
Γεγονός είναι πως η μεγάλη αυτή δίκη (με 61 κατηγορουμένους) καθυστέρησε περίεργα επί περίπου ενάμιση χρόνο – σε αντίθεση με την ταχύτατη δίκη 26 συντρόφων τους, τη θανατική καταδίκη και την άμεση εκτέλεση του Στέργιου Αναστασιάδη τον Σεπτέμβριο του 1949.
Ο Μουτσογιάννης αποδίδει την καθυστέρηση στη συγγένεια του Κωνσταντινέα με κάποιον εισαγγελέα Εφετών (σ. 327), είναι όμως προφανές ότι το μέγεθος της υπόθεσης υπερέβαινε κατά πολύ τέτοιου είδους οικογενειακές προσβάσεις. Επιπλέον, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1949 ο «Λεωνίδας» είχε καταδικαστεί σε θάνατο για τον κατοχικό φόνο ενός υπαξιωματικού της «Χ».
Η κομματική μνήμη
Παρά τους αρχικούς πανηγυρισμούς για την εκτέλεση του «προδότη υπουργού», το ανορθόδοξο αυτό περιστατικό εξοβελίστηκε πολύ γρήγορα από την κομματική ιστοριογραφία.
Το διαπιστώνουμε από δύο εμβληματικές εκδόσεις που είδαν το φως στην πολιτική προσφυγιά το 1952, ως συμπύκνωση της επίσημης κομματικής μνήμης.
Αν η παράλειψη του φόνου του Λαδά από το «Χρονικό του Αγώνα» μπορεί να ερμηνευτεί ως σιωπηρή αποστασιοποίηση από τη συγκεκριμένη ενέργεια (ή και έμμεση αυτοκριτική γι’ αυτήν), σοκαριστική είναι η εξαφάνιση των πεσόντων από το επίσημο μαρτυρολόγιο του κινήματος: κανένα από τα ονόματα των έξι εκτελεσμένων της υπόθεσης Λαδά δεν φιγουράρει στις στήλες του, ανεξαρτήτως της στάσης που αυτοί κράτησαν στην ανάκριση και στο δικαστήριο.
Η διατεταγμένη λήθη συνεχίστηκε για δεκαετίες και τερματίστηκε μόλις το 1996, στο επετειακό αφιέρωμα του «Ριζοσπάστη» που σηματοδότησε την ανάδειξη του ΔΣΕ στην κατεξοχήν ιστορική αναφορά του σημερινού ΚΚΕ.
Μεταξύ 2009 και 2013, οι έξι εκτελεσμένοι θα βρουν, τέλος, τη θέση τους στο επίσημο κομματικό μαρτυρολόγιο. Κατά μόνας, όμως, και όχι ως ιδιαίτερο περιστατικό – σε αντίθεση με τον ταυτόχρονο τουφεκισμό 20 θανατοποινιτών «σαμποτέρ» του Πολεμικού Ναυτικού, στον οποίο επιφυλάσσεται εκτενής ειδική αναφορά.
Δημοσίευση σχολίου