Αρχική » , , » “Το «σαµποτάζ» του Έβρου χωρίς ζάχαρη: Μια απόπειρα αναψηλάφησης”, Μέρος 6ο

“Το «σαµποτάζ» του Έβρου χωρίς ζάχαρη: Μια απόπειρα αναψηλάφησης”, Μέρος 6ο

{[['']]}
 'Ολιγωρία

'Ενδιαφέρον ωστόσο παρουσιάζει η διαπίστωση ότι και αρκετοί από εκείνους που δεν υιοθετούν ή δεν αναφέρουν -ή και δέν γνωρίζουν κάν- την εκδοχή Γαρουφαλιά, χρεώνουν πάντως στην κυβέρνηση της ΕΚ ότι επέδειξε αναποφασιστικότητα, ατολμία ή υποχωρητικότητα και δεν έλαβε μέτρα κατά του Παπαδόπουλου.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα: «Η κυβέρνηση Παπανδρέου, κυριαρχούμενη από τό πλέγμα του "διμέτωπου αγώνα", δέν μπόρεσε -ή δέν θέλησε- νά πιάσει τόν ταύρο άπό τά κέρατα»76. «Ή ιστορία θά καταλογίσει ασφαλώς ευθύνες στον τότε Πρωθυπουργό καί τήν Κυβέρνηση, διότι έδίστασαν καί αντί νά πιάσουν άπό τό αυτί τόν Αντισυνταγματαρχίσκον Παπαδόπουλον καί νά τόν στείλουν στό σπίτι του, του έφέρθησαν μέ άσύγνωστο επιείκεια, γιά πολλούς ανεξήγητη ακόμα»77 «Η πρόσληψη τής υπόθεσης [του σαμποτάζ] ώς μή σοβαρής απέτρεψε, ώς δέν όφειλε, τή λήψη πειθαρχικών καί ποινικών μέτρων είς βάρος του Παπαδόπουλου» 78.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ο ίδιος ο τότε υφυπουργός Εθνικής Αμύνης Μ. Παπακωνσταντίνου, σχολιάζοντας τα γεγονότα εκ των υστέρων, αφού αναφέρει ότι «πολλά κυκλοφόρησαν», μεταξύ των όποιων ότι ο πατέρας αυτού του αντισυνταγματάρχη «ήταν συμπατριώτης του Γέρου καί παλιός του φίλος» και έτσι ο Γ. Παπανδρέου «φάνηκε μεγαλόθυμος», υποστηρίζει τελικώς ότι, σύμφωνα με τις δικές του πληροφορίες, ο Παπαδόπουλος δεν αποτάχθηκε, όπως θα έπρεπε, επειδή επενέβησαν τα Ανάκτορα 79.

Είναι χρήσιμη, πιστεύω, στο σημείο αυτό μια σύντομη γενικότερη επισκόπηση εκείνων των κρίσιμων ήμερων. Στις 30 Ιουνίου 1965, ο Ι. Μανουσάκης επισκέφθηκε τον Π. Γαρουφαλιά και του ανακοίνωσε ότι ο πρωθυπουργός αποφάσισε να τον «χρησιμοποιήσει σε άλλο υπουργείο, για να αναλάβει ο ίδιος προσωπικά [ο Παπανδρέου] το υπουργείον Αμύνης». Και ο Γαρουφαλιάς αρνήθηκε να παραιτηθεί. Αυτή τη φορά, η συνάντηση Μανουσάκη-Γαρουφαλιά και το περιεχόμενο της είναι απολύτως τεκμηριωμένα από όλες τις πλευρές 80.

Πληροφορούμενος την απάντηση του υπουργού του, ο Γ. Παπανδρέου ειδοποίησε αυθημερόν τον διευθυντή του πολιτικού γραφείου του βασιλιά Κ. Χοϊδά, ότι αποστέλλει προς υπογραφή διάταγμα απομάκρυνσης του Γαρουφαλιά και ανάληψης του υπουργείου 'Εθνικής Αμύνης από τον ίδιο, για να λάβει λίγο αργότερα την απάντηση ότι ο Κωνσταντίνος ήθελε, πριν υπογράψει το διάταγμα, «νά τό συζητήσει μαζί του».

Το μεσημέρι της επομένης συνήλθε η Κυβερνητική Επιτροπή, παρόντος (για τελευταία φορά) και του Γαρουφαλιά. Εκεί, ο Γ. Παπανδρέου έθεσε το ζήτημα αν ο πρωθυπουργός που απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Βουλής «δικαιούται νά αναλαμβάνει οιονδήποτε υπουργείο ήθελε» και αν ο βασιλιάς «έχει από το Σύνταγμα το δικαίωμα νά αρνηθεί τήν ανάληψη άπό τόν πρωθυπουργό του υπουργείου αυτού». Αυτή ήταν η τελευταία συνάντηση μεταξύ των δύο ανδρών. Από τη στιγμή εκείνη επικοινωνούσαν μόνον ανταλλάσσοντας προϊούσης οξύτητας επιστολές 81.

Ο Π. Γαρουφαλιάς δεν συμμετείχε στη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου της 12 'Ιουνίου, κατά την οποία αποδοκιμάστηκε ομοφώνα ή στάση του 82 , ούτε βεβαίως και στη σύγκληση της κοινοβουλευτικής ομάδας την επομένη, κατά την όποια διαγράφτηκε από την Ένωση Κέντρου 83.
Καθίσταται προφανές, υπό το φως των παραπάνω, ότι οιαδήποτε συζήτηση ή μεσολάβηση του είδους που ισχυρίζεται ο Γαρουφαλιάς (περί Παπαδόπουλου κτλ.) ήταν αδιανόητη, άλλα και εκ των πραγμάτων ανέφικτη, από την 30 'Ιουνίου 1965 και έξης.

Εάν λοιπόν ληφθεί υπόψη ότι η στρατιωτική δικαιοσύνη οδηγήθηκε στις 23 'Ιουνίου στην καταρχήν απόλυση των περισσοτέρων συλληφθέντων (χωρίς ωστόσο να έχει εκδοθεί ακόμη το οριστικό βούλευμα), αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση «εγκαλείται» ότι δεν έλαβε μέτρα κατά του Παπαδόπουλου στο διάστημα μεταξύ 23 και 30 'Ιουνίου, δηλαδή εντός μιας και μόνης εβδομάδας. Πρόκειται για πολύ μικρής χρονικής διάρκειας «ολιγωρία», ώστε να απαιτείται για την ερμηνεία της ή επιστράτευση τόσων περίπλοκων θεωριών και παρασκηνιακών κινήσεων. Εάν επιπλέον προσμετρηθεί το γεγονός ότι η σύγκρουση μεταξύ Παπανδρέου και Κωνσταντίνου-Γαρουφαλιά επικεντρωνόταν ακριβώς στον έλεγχο του στρατεύματος, ο όλος ισχυρισμός των τελευταίων παίρνει μια γκροτέσκα χροιά.

Η κριτική της 'Αριστεράς

Η κριτική της ΕΔΑ απέναντι στην κυβέρνηση για τους χειρισμούς της στο επίμαχο ζήτημα έχει ασφαλώς περισσότερο ενδιαφέρον. Είδαμε ήδη την ιστορική παρέμβαση του Ηλία Ηλιού, στις 23 Ιουνίου 1965, στη Βουλή. Κατά τη διάρκεια της ίδιας εκείνης συζήτησης, απαντώντας στις αιτιάσεις του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της ΕΔΑ, ότι συνελήφθησαν ιδιώτες και παραδόθηκαν στη στρατιωτική δικαιοσύνη, ο υπουργός Δικαιοσύνης Ν. Μπακόπουλος αντέτεινε ότι «επρόκειτο περί κατασκοπείας, ώς ανεφέρθη», άσχετο εάν στη συνέχεια «απεδείχθη ότι δέν ύπήρχον κατάσκοποι».

Παρεμβαίνοντας ο Λεωνίδας Κύρκος ρώτησε «τί έγιναν οι προβοκάτορες», για να λάβει την απάντηση του Μπακόπουλου «αναμείνατε καί θά ίδήτε τάς ενεργείας τής Κυβερνήσεως» 84.
'Επανερχόμενος στο ζήτημα την επομένη ήμερα, ο Κύρκος έθεσε το ερώτημα εάν «ακολουθεί να ύπάρχη είς τήν θέσιν του ό Παπαδόπουλος» για να λάβει την απάντηση από τον υπουργό Προεδρίας Δ. Παπασπύρου: «Αναμένομεν τήν έκδοσιν βουλεύματος εντός τών ήμερων. Τότε θά άρχίση τό έργον τής Κυβερνήσεως». Ο Κύρκος του αντέτεινε ότι «εμείς είς τήν θέσιν σας θά θέταμεν αμέσως έκτος υπηρεσίας τόν Παπαδόπουλον», ένώ παρενέβη και ο επίσης βουλευτής της ΕΔΑ, Σταύρος Ηλιόπουλος, προσθέτοντας ότι «ό κύριος αυτός έπρεπε νά πάη αμέσως στό σπίτι του». Στην επιμονή του Παπασπύρου ότι έπρεπε να τηρηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία, ο Ηλιόπουλος επανήλθε, με μια εξίσου προφητική ρήση:
«Σ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ: Ωραία λοιπόν! "Ετσι νά ένεργήτε καί νά ήσθε βέβαιος ότι ένα ωραίο πρωί θά σας δέσουν!
Δ. ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ: Τότε θά σάς πάρω συνήγορον.
Σ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ: θά είμαστε μαζί δεμένοι καί δέν θά έχουμε τότε διαφωνίες»85.

Η στάση τις ΕΔΑ είχε μια συνέπεια από την πρώτη στιγμή, πριν καν έρθουν στην επιφάνεια οι λεπτομέρειες του θέματος. Ήδη στις 13 'Ιουνίου, η Αυγή χαρακτήριζε τα δημοσιεύματα περί σαμποτάζ «χιτλερικές προκλήσεις» και καλούσε την κυβέρνηση να κινήσει τον νόμο κατά των «Περικλήδων» που διοχετεύουν στον τύπο «παρόμοια κατασκευάσματα του φασιστικού χαλκείου», ενώ χαρακτήριζε την πρώτη ανακοίνωση του υπουργείου 'Εθνικής Αμύνης «άχρωμη, χλιαρή, άλλα και ύποπτη», εφόσον άφηνε έστω και το περιθώριο να πρόκειται «γιά ένέργειαν δυναμένην νά θεωρηθή ώς δολιοφθορά».

Συνέχισε να σφυροκοπά την υπόθεση όλες τις επόμενες ήμερες, με ένα ωστόσο χαρακτηριστικό που αποδυνάμωνε, κατά τη γνώμη μου, την αποτελεσματικότητα αυτού του σφυροκοπήματος. Αντί να επικεντρώσει την επίθεση της στην αποδόμηση της σκευωρίας και στο ρόλο του πρωταγωνιστή της, άρχισε να καταγγέλλει συλλήβδην ως οργανωτές της προβοκάτσιας όλους τους δαίμονες του ελληνικού και του διεθνούς σκηνικού, ξεκινώντας από τον αρχηγό του ΓΕΣ Γεννηματά και γενικότερα «τήν στρατιωτικοπολιτική χούντα», «τήν άντιδραστική Δεξιά καί τό Παλάτι», και φθάνοντας ως «τόν τουρκικό δάκτυλο», «τήν αμερικανική ΚΥΠ», «τό Φόρεϊν Όφφις» και εν γένει «τους ιμπεριαλιστές τών ΗΠΑ καί τοΰ NATO», σχετίζοντας μάλιστα την σκευωρία με τις επιθετικές βλέψεις των τελευταίων «κατά τών αραβικών χωρών»86. Όλος αυτός ό ορυμαγδός καταγγελιών, όσο και αν περιείχε στοιχεία της πραγματικότητας, δημιουργούσε τελικά υπερβολικά χαώδη θόρυβο, μέσα στον όποιο δεν ξεχώριζαν πια οι πραγματικοί σκευωροί.

Η βασική αιτίαση κατά της κυβέρνησης της ΕΚ ήταν ότι συμβιβαζόταν με όλους αυτούς, αντί να λάβει αμέσως αποφασιστικά μέτρα, στηριζόμενη στο λαό. Η απάντηση της κυβέρνησης ήταν ότι όφειλε πρώτα να αναμείνει το βούλευμα της στρατιωτικής δικαιοσύνης και μετά να λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα. Θα έλεγε κανείς ότι η ΕΔΑ μεν έλεγε αυτά που έπρεπε να πει ως Αριστερά και ως αντιπολίτευση 87, ενώ η κυβέρνηση ακολουθούσε τη νομότυπη διαδρομή που πίστευε ότι όφειλε να ακολουθήσει, ως εκτελεστική εξουσία. "Η μήπως όχι;

Μόλις λίγες εβδομάδες νωρίτερα, η κυβέρνηση είχε δώσει διαφορετικό δείγμα γραφής. Στις 15 Μαΐου 1965, ο συνταγματάρχης Αλέξανδρος Παπατέρπος, ο όποιος υπηρετούσε από τον Ιούλιο του 1964 ως υποδιευθυντής της ΚΥΠ, μετατέθηκε αιφνιδιαστικά στην Καστοριά 88. Το όνομά του ανεμίχθη ακροθιγώς τις ήμερες εκείνες στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, η μετάθεση του ωστόσο έγινε χωρίς να έχει εκδοθεί όχι μόνον το σχετικό βούλευμα (που εκδόθηκε τον 'Οκτώβριο του 1966), άλλα ούτε καν το προκαταρκτικό πόρισμα του αντιστράτηγου Σίμου (που ολοκληρώθηκε την 1η Ιουνίου και δόθηκε στη δημοσιότητα έξι ήμερες αργότερα) και το οποίο του καταλόγισε «άμέλειαν» στην εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων και πρότεινε απλώς να ελεγχθεί πειθαρχικά.

Συνεπώς η κυβέρνηση είχε το περιθώριο, όχι βέβαια να αποστρατεύσει, αλλά να θέσει σε διαθεσιμότητα ή τουλάχιστον να μεταθέσει σε μια νεκρή θέση τον Παπαδόπουλο, έως την έκδοση του βουλεύματος. Εγκλωβισμένη μέσα στο κλίμα της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ και της εντεινόμενης πολιτικής κρίσης, επέλεξε, αντί της άμεσης επίθεσης -που της πρότεινε η ΕΔΑ-, την άμυνα, ελπίζοντας ίσως να υπάρξει μια διέξοδος. Νομίζω ότι μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο -και όχι σε τοπικιστικές πελατειακές συγγένειες- πρέπει να αναζητηθεί η αίτια της όποιας «ολιγωρίας» της.

Η προσπάθεια μας να φωτιστεί περαιτέρω αυτό το τοπίο θα βασιστεί και πάλι στην εκ του σύνεγγυς ιστορική διερεύνηση των δεδομένων καθώς, όπως θα δούμε παρακάτω, η υπόθεση είχε και συνέχεια. Επί του παρόντος ας αρκεστούμε στην εκτίμηση ότι, σε κάθε περίπτωση, και να ήθελε ο Παπανδρέου, δεν διέθετε τον πολιτικό χρόνο ούτε να λάβει περισσότερα μέτρα, ούτε να θέσει την υπόθεση στο αρχείο, καθώς η ευρύτερη κρίση εξουσίας εξελισσόταν με ραγδαίους ρυθμούς και, ελάχιστες ήμερες αργότερα, η κυβέρνηση του είχε εξαναγκαστεί σε παραίτηση. Η λύση επρόκειτο πλέον να δοθεί σε ένα άλλο πλαίσιο και με διαφορετικούς συσχετισμούς.

Ανακρίσεις εις βάρος του Γ. Παπαδόπουλου

Αφού είδαμε τις πολιτικές αντιδράσεις που προκάλεσε το «σαμποτάζ του Εβρου», επιστρέφουμε τώρα στη διερεύνηση της πορείας της υπόθεσης από πλευράς στρατιωτικής δικαιοσύνης.

Υπενθυμίζουμε ότι το αρχικό πόρισμα της προανάκρισης που συνέταξε ο λοχαγός Ιωάννης Μπότσας της 117 ΜΠΠ, στάλθηκε στις 11 Ιουνίου 1965 ιεραρχικά στην XII Μεραρχία και από εκεί στο προϊστάμενο Γ Σώμα Στρατού, του οποίου ο διοικητής, αντιστράτηγος Τσολάκας, διέταξε αυθημερόν την έναρξη τακτικής ανάκρισης για «δολιοφθορά πολεμικού υλικού», πού ανέλαβε ο εισηγητής του διαρκούς στρατοδικείου Θεσσαλονίκης λοχαγός Νικόλαος Νικολαΐδης, υπό την εποπτεία του βασιλικού επιτρόπου 89 αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνου Γκόπη 90.

Ο λοχαγός Νικολαΐδης ανέκρινε τους 14 συλληφθέντες (5 στρατιώτες και 9 ιδιώτες) στο διάστημα 12-23 Ιουνίου και ήταν αυτός πού εισηγήθηκε, με τη σύμφωνη γνώμη και του βασιλικού επιτρόπου, την απόλυση διαδοχικά (μεταξύ 18-23 Ιουνίου) 12 εκ των συλληφθέντων 91, καθώς και την προφυλάκιση των δύο αρχικά κατηγορουμένων στρατιωτών της 117 ΜΠΠ 92. Αυτές οι εξελίξεις, ωστόσο, δεν αποτελούσαν υποχρεωτικά πρόκριμα της τελικής εισήγησης και, πολύ περισσότερο, του βουλεύματος.

Ο εισηγητής υπέβαλε στις 7 Ιουλίου 1967 ένα συνοπτικό υπόμνημα για την υπόθεση, στο όποιο επεσήμανε ότι δεν διαπιστώθηκε τίποτα το επιλήψιμο για τους απολυθέντες ήδη ιδιώτες και στρατιωτικούς, πάντες «υγιών κοινωνικών φρονημάτων», ότι συστημένες επιστολές δεν στάλθηκαν ποτέ και ότι ο κατονομαζόμενος στις προανακριτικές ομολογίες ως «ιθύνων νους του δικτύου δολιοφθορών» Χρήστος Άνδρικάκης, είναι «πρόσωπον ανύπαρκτον», εκτιμούσε δε ότι η ανάμιξη των ατόμων αυτών στην υπόθεση έγινε από τους Κ. Ματατη και Δ. Μπέκιο, προκειμένου να αποφύγουν την «υπέρμετρον βίαν» που τους ασκήθηκε. Επεσήμανε ωστόσο ότι εξακριβώθηκε η πρόκληση ορισμένων βλαβών σε οχήματα της μονάδας από τους δύο τελευταίους, 93 χωρίς να προκύπτει ότι υπήρχε μεταξύ τους προσυνεννόηση.

Καταλήγοντας, σημείωνε ότι από τους παραπάνω είναι δυνατόν να παραπεμφθούν σε δίκη οι δύο στρατιώτες για φθορά ξένης ιδιοκτησίας, ενώ όλοι οι άλλοι πρέπει να απαλλαγούν. Το υπόμνημα αυτό έφθασε στα χέρια του υφυπουργού 'Εθνικής Αμύνης μια μόλις εβδομάδα πριν την κρίσιμη 15η 'Ιουλίου 94. Λίγες ήμερες αργότερα υπεβλήθη και επισήμως η πρόταση του εισηγητή με τις ίδιες περίπου θέσεις, προτείνοντας επιπλέον και την απαλλαγή όλων από την κατηγορία της παράβασης του ΑΝ 509/47. Μετά από μελέτη των παραπάνω υπέβαλε ανάλογη πρόταση και ο βασιλικός επίτροπος 95.

Σύμφωνα με την ποινική δικονομία, μετά το πέρας της τακτικής ανάκρισης, ανακριτής και εισαγγελέας (στην περίπτωση μας εισηγητής και βασιλικός επίτροπος) διαβιβάζουν τις προτάσεις τους μαζί με τη δικογραφία στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο (εδώ του στρατοδικείου Θεσσαλονίκης), για την έκδοση του τελικού βουλεύματος. Αυτές οι ενέργειες ολοκληρώθηκαν μετά την 15η 'Ιουλίου, όταν πλέον η υπόθεση είχε περάσει στην ευθύνη της πρώτης κυβέρνησης «αποστατών».

Ετσι, οι δύο προτάσεις έφθασαν στα χέρια του νέου υπουργού Εθνικής Αμύνης Στ. Κωστόπουλου, ο οποίος ενημέρωσε σχετικά τον βασιλιά κατά τη συνάντηση τους το μεσημέρι της 28 'Ιουλίου 96. Φαίνεται ότι τα πορίσματα δεν ικανοποίησαν τον Κωνσταντίνο (παρά τα προηγούμενα «μνήσθητί μου Κύριε») και αμέσως μετά το δικαστικό συμβούλιο ανέπεμψε την υπόθεση «προς περαιτέρω ανάκρισιν» 97, η οποία συνεχίστηκε επί τρεισήμισι μήνες ακόμη. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες ωστόσο, το τελικό βούλευμα 547/65, που εκδόθηκε στις 11 Νοεμβρίου, κατέληγε στα ίδια συμπεράσματα, απαλλάσσοντας τους περισσότερους κατηγορούμενους και παραπέμποντας τους δύο στρατιώτες στο διαρκές στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, με μόνη διαφορά ότι στις κατηγορίες κατά του Κ. Ματάτη είχε προστεθεί η «έγκατάλειψις θέσεως», επειδή την ώρα που συνελήφθη στο αυτοκίνητο, είχε κανονικά σκοπιά (κρίσιμη προσθήκη, όπως θα δούμε στη συνέχεια) 98.

Η υπόθεση των κακοποιήσεων κατά την προανάκριση ακολούθησε διαφορετική διαδρομή. Ήδη από τις 17 Ιουνίου 1965, όταν οι κατηγορούμενοι του κατήγγειλαν ότι οι αρχικές τους ομολογίες ήταν αποτέλεσμα βίας, ο λοχαγός Νικολαΐδης είχε διατάξει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από στρατιωτικούς ιατρούς 99.

Στις 20 Ιουλίου, το Γραφείο Δικαστικού του ΓΕΣ άσκησε αυτεπάγγελτα ποινική δίωξη για «τάς άς φέρεται ύποστάς βιαιοπραγίας» ο Δ. Μπέκιος 100, ενώ μετά από δύο ήμερες ο Νικολαΐδης πρότεινε την ποινική δίωξη των υπευθύνων της προανάκρισης (δηλαδή του Παπαδόπουλου και άλλων βαθμοφόρων της 117 ΜΠΠ) και για τις βιαιοπραγίες κατά των Κ. Ματάτη και Π. Ντεράκη 101.

Στη συνέχεια προστέθηκε και η μήνυση που υπέβαλε προσωπικά ο Δ. Μπέκιος κατά των ανακριτών και των βασανιστών του (ταγματάρχη Γ. Ροδόπουλου, λοχαγών Ν. Κυριαζή, Α. Κολομβότση και Ε. Κουτσοδημητρόπουλου, υπολοχαγών Ι. Τσόπελα και Δ. Καποδίστρια, ανθυπολοχαγού Ε. Καρλιαύτη καί ανθυπασπιστή Κ. Κασιώνη), καθώς και κατά του Παπαδόπουλου για ηθική αυτουργία στην κακοποίηση του (μετά και από σύσταση του αντιστράτηγου Τσολάκα, σύμφωνα με μια πληροφορία 102).

Η εισήγηση Νικολαΐδη περιλάμβανε μια γλαφυρή στη λακωνικότητά της περιγραφή των όσων υπέστησαν οι ανακρινόμενοι στρατιώτες εκείνο το 48ωρο στο στρατόπεδο της 'Ορεστιάδας: «'Εν κατακλείδι ειρήσθω ότι διά τό μέγεθος τής εκτάσεως τής παρούσης υποθέσεως συνέτεινε τά μέγιστα, τό μέν ό τρόπος ενεργείας τής προανακρίσεως, άντίκρυς αντίθετος προς τό ποινικόν δικονομικόν σύστημα, τό δέ ή ασκηθείσα υπέρμετρος βία, συνισταμένη είς ξυλοδαρμόν, είς δέσμευσιν χειρών τε καί ποδών, έπί πλέον δέ καθ' υπάρχουσας ενδείξεις, είς έμβάπτισιν του έκ τών κατηγορουμένων Μπέκιου Δημ. είς πλήρες ούρων καί κοπράνων όρυγμα (βόθρον) μέχρι του στήθους, ώς ιατροδικαστικοί εκθέσεις. Οί ούτω άνακριθέντες καί κυρίως οι Μπέκιος Δ. καί Ματάτης Κ., προκειμένου νά άποφύγωσι περαιτέρω κακομεταχείρησίν των, κατωνόμασαν γνωστούς τε καί άγνωστους των, ώς αναμεμιγμένους είς τό ζήτημα τών φθορών τών οχημάτων τής Μοίρας, εντολή -δήθεν- του παρανόμου μηχανισμού του ΚΚΕ»103.

Η τακτική ανάκριση για τις κατηγορίες αυτές δεν ανατέθηκε όμως στον λοχαγό Νικολαΐδη, αλλά στον αντισυνταγματάρχη στρατιωτικής δικαιοσύνης Θεμιστοκλή Δηματάτη 104. Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Δ. Μπέκιος: «Ό ανακριτής πήγε στή μονάδα πού διοικούσε ό Παπαδόπουλος γιά νά πάρει τίς καταθέσεις τών στρατιωτών πού προτείνονταν γιά μάρτυρες. "Εψαχνε δηλαδή ό ανακριτής γιά ήρωες πού θά αποφάσιζαν νά καταθέσουν εναντίον του διοικητού τους»105.

Τελικώς, η στρατιωτική δικαιοσύνη εξέδωσε απαλλακτικό βούλευμα στις 29 Νοεμβρίου 1965, παραμονή της δίκης 106. Μετά το πραξικόπημα του 1967, ο Δηματάτης φέρεται ότι «έκαυχάτο καί διατυμπάνιζε ότι έσωσε τόν Παπαδόπουλο» εισηγούμενος, παρά την αντίθετη γνώμη του βασιλικού επίτροπου Κ. Γκόπη, την απαλλαγή του μελλοντικού δικτάτορα από την κατηγορία για σωματικές βλάβες κατά των ανακρινομένων στρατιωτών. Ισως δεν είναι άσχετο με τα παραπάνω ότι επί δικτατορίας τοποθετήθηκε πρόεδρος του στρατοδικείου Θεσσαλονίκης 108.

Να υπενθυμίσουμε πάντως ότι, ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, στο μεταξύ είχε πέσει η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου, είχαν εναλλαχτεί τρεις κυβερνήσεις «αποστατών» και είχε αναλάβει αρχηγός του ΓΕΣ ο αντιστράτηγος Σπαντιδάκης.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger